Οι στιγμές που έζησε στο Μαρούσι είναι τόσο έντονες που στήνουν παράσταση και του φέρνουν έναν ζεστό παλμό ενώ οι επιτυχίες που ακολούθησαν με τον Παναθηναϊκό και η κατάκτηση της EuroLeague στη Βαρκελώνη ήταν πιθανότατα το πρώτο πραγματικά μεγάλο μπλοκμπάστερ στην καριέρα του Κώστα Καϊμακόγλου. Ένας τύπος που έγινε ο ίδιος αρχιτέκτονας των ονείρων του, που είχε το θάρρος να ακολουθήσει την περιέργειά του, που ουδέποτε κρύφτηκε ή τράπηκε σε φυγή, φέρνοντας ως δικαιολογία τις δυσκολίες που κλήθηκε να ξεπεράσει.

Ένας παίκτης overachiever που ξεπέρασε κατά πολύ τις προσδοκίες με την σκληρή δουλειά και την προπόνηση, γράφοντας τους τίτλους τέλους μιας καριέρας 19 ετών μου μοιράστηκε σε Καισαριανή, Μαρούσι, ΟΑΚΑ και Καζάν, ρίχνοντας γαλανόλευκες πινελιές και ένα χάλκινο μετάλλιο στον καμβά.

Έπειτα από 9 χρόνια ως παίκτης της Ούνικς, ο βετεράνος φόργουορντ πέρασε στο σταφ της ρωσικής ομάδας ως συνεργάτης του Βέλιμιρ Περάσοβιτς και μιλάει στο Gazzetta κάνοντας το rewind της καριέρας του. Θυμάται εκείνο το άστοχο τρίποντο με το Μαρούσι στο ΟΑΚΑ απέναντι στον Παναθηναϊκό που θα κουβαλάει για πάντα στο μυαλό του. Την απώλεια της μητέρας του που τον σημάδεψε και τη συνύπαρξη με τον Δημήτρη Πρίφτη, όταν δούλευε ως προπονητής στην ομάδα Γυναικών του Κρόνου Αγίου Δημητρίου! Τη μυθική σειρά με την Μπαρτσελόνα στα playoffs του 2011, τη στιγμή που ο Ομπράντοβιτς τον πέταξε από την προπόνηση για ένα… κάρφωμα, το μούσι και το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που άκουσε ποτέ…

Τελικά, έφυγες όπως ήλθες. Διακριτικά και αθόρυβα, δίχως να σηκώσεις σκόνη, μετά από 19 χρόνια… «Γενικώς, αυτοί που με γνωρίζουν και όσοι με παρακολούθησαν, καταλαβαίνουν πως είμαι ένα παιδί χαμηλών τόνων. Ποτέ δεν επιδίωξα να προκαλέσω, ούτε να κάνω ζημιά σε κάποιον. Πάντα προσπαθούσα να είμαι κύριος. Να δίνω τον καλύτερο εαυτό μου… Ειδικά στην τελευταία φάση της καριέρας μου, που έπαιξα μακριά από την Ελλάδα, προτίμησα να απέχω. Δεν ήθελα να δίνω πολλές συνεντεύξεις, από τη στιγμή μάλιστα που κάποια λεγόμενά μου είχαν παρερμηνευθεί τα πρώτα χρόνια που βρέθηκα στη Ρωσία. Δεν είχα, λοιπόν να σκέφτομαι κάτι άλλο πέρα από το μπάσκετ και αποφάσισα να μείνω προσηλωμένος σε αυτό».

Πως εξηγείς, λοιπόν ότι κανείς δεν έχει πει κακή κουβέντα για σένα όλα αυτά τα χρόνια; «Αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο, είναι μεγάλο κομπλιμέντο… Δεν μπορώ να πω κάτι για αυτό. Αν έτσι αισθάνονται οι συμπαίκτες, οι προπονητές και όλοι οι άνθρωποι που συνεργάστηκα, αν δηλαδή έχουν πραγματικά αυτή την άποψη για μένα, είναι τρομερό παράσημο. Χαίρομαι αν έχω αφήσει αυτή την εικόνα στο μυαλό κάποιων ανθρώπων, είναι κάτι που με κάνει πολύ χαρούμενο».

Ο Γιώργος Μπαρτζώκας ανέφερε πρόσφατα πως «ο Καϊμακόγλου ήταν σαν πόιντ γκαρντ στο σώμα ενός φόργουορντ. Σαν τον προπονητή της ομάδας στο παρκέ». Τελικά, πώς έκανες καριέρας; «Παρεμπιπτόντως, αυτή τη συνέντευξη τη διάβασα και εγώ, μου την έστειλαν πολλοί φίλοι μου. Κατ’ αρχήν, θέλω να ευχαριστήσω δημοσίως τον κόουτς Μπαρτζώκα για τα καλά του λόγια και για τη συνεργασία που είχαμε. Η αλήθεια είναι αυτή που είπε ο κόουτς… Ποτέ δεν ήμουν το παιδί που είχε τα τρομερά ταλέντα. Ποτέ δεν ήμουν αυτός που είχε σωματικά ή αθλητικά προσόντα. Σε καμία περίπτωση δεν ήμουν εκείνος που θα έπαιρνε την μπάλα και θα την έβαζε στο καλάθι με οποιονδήποτε τρόπο… Το μεγαλύτερο ταλέντο μου ήταν το μυαλό μου. Το ότι μπορούσα να διαβάσω κάθε κατάσταση στο παιχνίδι, να προβλέψω κινήσεις και να είμαι μια κίνηση μπροστά. Αυτό, ακριβώς θεωρώ πως ήταν το μεγαλύτερο ταλέντο μου. Και για αυτόν τον λόγο έφτασα τόσο μακριά».

Τι θα ήθελες να βάλει ο κόσμος πλάι στη φράση: «Ο Κώστας Καϊμακόγλου ήταν..» «Πολύ εργατικός, πολύ ταπεινός και πολύ συγκεντρωμένος για να φτάσει ψηλά. Δίχως τα τεράστια ταλέντα που είχαν παίκτες της ηλικίας μου στις μικρές εθνικές, αλλά με δουλειά και χαμηλά το κεφάλι, για να καταφέρω να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα».

Έμειναν απωθημένα; Κατέληξες αν οι θεοί του μπάσκετ σου φέρθηκαν καλά; «Να σου πω την αλήθεια, δεν είναι ότι μου έχει μείνει κάποιο απωθημένο… Ίσως το μοναδικό πράγμα που δεν κατάφερα να πετύχω μολονότι είχα την ευκαιρία και ήθελα πολύ, ήταν να παίξω σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Δόξα τω Θεώ, νιώθω τυχερός που κατέκτησα τίτλους, που κέρδισα την EuroLeague, πρωτάθλημα και Κύπελλο Ελλάδας με τον Παναθηναϊκό, ένα μετάλλιο με την Εθνική Ανδρών όμως δεν τα καταφέραμε να προκριθούμε από το Προολυμπιακό τουρνουά της Βενεζουέλας. Ήθελα να ζήσω αυτή την εμπειρία της Τελετής Έναρξης και Λήξης, να μπω με την αποστολή της Ελλάδας στο Ολυμπιακό Στάδιο, να μείνω στο Ολυμπιακό Χωριό. Αλλά και πάλι… Για ένα παιδί σαν και εμένα, αν σκεφτεί κανείς από που ξεκίνησα και που έφτασα, είμαι ευλογημένος για ό,τι έζησα».

Αυτά τα 19 χρόνια, ο Κώστας πόσο πίεσε τον Καϊμακόγλου; «Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι έδωσα τα πάντα! Τα πάντα! Και γι’ αυτό είμαι χαρούμενος έπειτα από την απόφασή μου να σταματήσω το μπάσκετ ως αθλητής. Δεν είχα κάτι άλλο να δώσω. Πραγματικά, έδωσα και τη ψυχή μου, ό,τι είχα και δεν είχα… Έδωσα τα πάντα γιατί από μικρό παιδί ονειρευόμουν να καταφέρω να παίξω στο υψηλότερο επίπεδο. Τα κατάφερα, έμεινα 19 χρόνια, θα ήθελα να τα κάνω 20 “στρογγυλά”. Αλλά και πάλι, όπως σου είπα και πριν, μόνο ευχαριστημένος μπορώ να νιώθω».

Από ποιο λάθος σου πήρες το μεγαλύτερο μάθημα; «Ήταν το σουτ που θα μπορούσε να στείλει το Μαρούσι στις οκτώ καλύτερες ομάδες της EuroLeague. Εκείνο το χαμένο σουτ στο ματς με τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ, που είχαμε την τελευταία κατοχή. Πήρα το τελευταίο τρίποντο όμως αστόχησα. Είχα την ευκαιρία να το βάλω και να πάμε στην παράταση, να έχουμε την ευκαιρία να κερδίσουμε τον Παναθηναϊκό και να προκριθούμε στην επόμενη φάση. Ήταν το μεγαλύτερο λάθος μου! Το λέω και θα το θυμάμαι για πάντα. Γιατί σε εκείνο το παιχνίδι, για πολλούς λόγους, δεν αισθανόμουν καλά. Ένιωθα τελείως εκτός ρυθμού, ένιωθα πως το παιχνίδι δεν μου πήγαινε… Ήταν κάτι που μας κόστισε την πρόκριση… Εκείνο το βράδυ, λοιπόν πήρα το μεγαλύτερο μάθημα. Ανεξάρτητα, δηλαδή με το τι γίνεται στο παιχνίδι, πρέπει πάντα να έχω πάντα θετική σκέψη, να είμαι πάντα συγκεντρωμένος, να δίνω τον καλύτερο εαυτό μου και να μην αφήνω τίποτα να πειράζει το μυαλό μου. Δεν ήμουν έτοιμος να κάνω αυτό το σουτ, όπως θα έκανα πάντα και θα το έβαζα, επειδή ήταν “χαλασμένο” το μυαλό μου».

Για ποιον προπονητή σου έπεφτες στη φωτιά; Ποιος πήρε το 100% από εσένα; «Όταν έβγαλα την ανακοίνωση της αποχώρησής μου, δεν ήθελα να αναφερθώ ονομαστικά σε κάποιον, γιατί πραγματικά πήρα κάτι από όλους. Χωρίς, λοιπόν να θέλω να υποτιμήσω ή να στεναχωρήσω τους υπόλοιπους, μόνο και μόνο το ότι συνεργάστηκα με τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς ήταν ό,τι καλύτερο στην καριέρα μου! Ήταν το μεγαλύτερο σχολείο που μπορούσα να έχω. Για τον Ομπράντοβιτς θα έπεφτα στη φωτιά, θα πήγαινα στον πόλεμο μαζί του! Νομίζω όμως πως και εκείνος πήρε το μάξιμουμ των δυνατοτήτων μου. Ήξερε ακριβώς πώς να συμπεριφερθεί σε κάθε παίκτη για να πάρει το 100% από αυτόν. Και τα κατάφερε! Με έφερε στο μάξιμουμ, στο top level των δυνατοτήτων μου αυτά τα δυο χρόνια που δούλεψα μαζί του».

Ποια ήταν η πιο άσχημη στιγμή και πως την ξεπέρασες; «Ο χαμός των δικών μου ανθρώπων. Παλαιότερα της μητέρας μου και πιο πρόσφατα, του πατέρα μου και της γιαγιάς μου. Ήταν πολύ δύσκολο. Ειδικά η απώλεια της μητέρας μου. Επειδή ήμουν νεότερος, ήταν η εποχή που μεγάλωνα και ωρίμαζα… Ήταν κάτι που μου στοίχισε. Δεν σου κρύβω ότι από τη μια στεναχωρήθηκα πολύ που δεν ήταν εκεί για να δει τα πράγματα που πέτυχα. Μετά όμως έβαλα στόχο πως θα έκανα τα πάντα για να την κάνω περήφανη! Θα έκανα τα πάντα για να της αφιερώσω τον μεγαλύτερο τίτλο που θα πάρω! Και αυτός ήταν η EuroLeague. Δεν φαντάζεσαι το πόσο ωραία ένιωσα το 2011, τη στιγμή που σήκωσα το κύπελλο της EuroLeague και το αφιέρωσα στη μητέρα μου. Ήταν μια πολύ δυνατή στιγμή για μένα, που θα κουβαλώ για πάντα στη ψυχή μου».

Από τον πιτσιρικά που μεγάλωσε στην Παλαιά Κοκκινιά, τι έχει μείνει στο άνδρα του σήμερα; «Αν δεις πως ήμουν σε εκείνη την ηλικία και πως είμαι τώρα σωματικά… Μεγάλες διαφορές! Τύπου… Γιόκιτς (γέλια). Ξέχωρα από αυτό το κομμάτι, αυτό που έχω κρατήσει πάντα σε όλη τη ζωή μου είναι η αφοσίωσή μου και η εργατικότητά μου. Ποτέ δεν τα παράτησα, ποτέ δεν σταμάτησα να δουλεύω, είτε μετά από μεγάλες νίκες, είτε μετά από κακές ήττες. Πάντα ήμουν συγκεντρωμένος ώστε να συνεχίσω να δουλεύω και να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να γίνομαι καλύτερος».

Ποιους συμπαίκτες σου αγάπησες; «Πολλούς! Πολλούς συμπαίκτες μου! Να ξεκινήσω από το Μαρούσι… Τον Φάνη Κουμπούρα, με τον οποίο είμαστε και κουμπάροι. Τον Χριστόφορο Στεφανίδη, που ακόμα έχουμε τρομερές σχέσεις… Νωρίτερα στη Νήαρ Ηστ, τον Βασίλη Ξανθόπουλο, όταν ήμασταν ακόμα έφηβοι. Από τον Παναθηναϊκό, πάρα πολλούς. Ειδικά τον Ίαν (Βουγιούκα), με τον οποίο παίξαμε μαζί 4 χρόνια. Μετά τον Νίκο Ζήση στην Ούνικς. Για λίγο τον Βαγγέλη Μάντζαρη, που ήταν εδώ μαζί μου. Αυτά είναι τα πρώτα ονόματα που έρχονται στο μυαλό μου. Σίγουρα είναι πάρα πολλοί ακόμα που δεν θέλω να τους στεναχωρήσω».

Πως προέκυψε αυτή η τρέλα με το μούσι; «Θα σου πω πως ξεκίνησε όλο αυτό… Όταν ήμουν μικρός, ξυριζόμουν συνέχεια κανονικά. Όσο μεγάλωνα, κατάλαβα πως όταν ξυρίζομαι ερεθίζεται πολύ το δέρμα μου. Αρχικώς, λοιπόν έκοψα το ξυράφι. Ξεκίνησα να τα παίρνω με μηχανή. Φουλ! Μέχρι να μην υπάρχουν γένια. Στην πορεία τα άφησα λίγο. Στον Παναθηναϊκό είχα αυτό το γενάκι το “γεμάτο” που φαίνεται σαν μούσι. Όταν ήλθα στο Καζάν, άρχισα να το αφήνω περισσότερο. Ξεκίνησε να γίνεται μούσι, άρχισε να μου αρέσει και το κράτησα. Εντάξει, κάποια στιγμή θα το ξυρίσω, δεν είμαι ψυχαναγκαστικός ή οτιδήποτε… Απλώς έχει μείνει έτσι και το έχω κρατήσει».

Γιατί σε 19 χρόνια καριέρας άλλαξες μόνο τέσσερις ομάδες; Δεν είσαι άνθρωπος των αλλαγών; «Για να είμαι ειλικρινής, αν μπορούσα να παίξω 19 χρόνια σε μια ομάδα, θα το έκανα! Γενικώς, δεν είμαι άνθρωπος των αλλαγών. Όταν βρίσκω μια ωραία κατάσταση, μου αρέσει να μένω σε αυτήν, μαζί με ανθρώπους που γνωρίζω, που γίνομαι οικογένεια μαζί τους και δίνω τα πάντα για αυτούς. Εφόσον, λοιπόν οι συνθήκες μου το επέτρεπαν, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να έμενα στην ίδια ομάδα».

Ο πρόεδρος του Κρόνου Αγίου Δημητρίου, ο Δημήτρης Σκουλίκας είχε αναφέρει πως «ο Καϊμακόγλου δεν έχει το μεγάλο ταλέντο αλλά καθόταν κάθε μέρα …10 ώρες στο γήπεδο.  «Στον Κρόνο πήγα στα 16 μου, έμεινα για τρία χρόνια πριν πάω στη Νήαρ Ηστ. Είναι αλήθεια αυτό… Το πρόγραμμα μου ήταν το ίδιο… Πήγαινα σχολείο το πρωί, γύρναγα σπίτι, έτρωγα, έφευγα κατευθείαν για το φροντιστήριο και από τις 4 και μετά, είχε μπάσκετ. Ήμουν πολύ τυχερός γιατί είχα δυο προπονητές από τον Πειραιά, τον Μάκη Ποτόσογλου και τον Δημήτρη Τσελέμη που με βοηθούσαν στις μετακινήσεις, μαζί με κάποιους συμπαίκτες μου. Κάθε μέρα με έπαιρνε κάποιος και πηγαίναμε για προπόνηση. Αρχίζαμε στις 5, έκανα προπόνηση με τους μικρούς και μετά με τους άνδρες. Επέστρεφα βράδυ στο σπίτι, έτρωγα κάτι, έκανα ένα μπάνιο, πήγαινα για ύπνο και την επόμενη μέρα το ίδιο».

Στον Κρόνο συνυπήρξες με τον Δημήτρη Πρίφτη, όταν εκείνος προπονούσε την ομάδα Γυναικών… «Δεν βλεπόμασταν τόσο πολύ με τον κόοουτς γιατί απ’ ό,τι θυμάμαι, κάναμε προπονήσεις σε διαφορετικά γήπεδα. Είχαμε γνωριστεί μια φορά, όταν ήμουν μαζί με τον Μάκη Ποτόσογλου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως μια μέρα οι δυο τους μιλούσαν 4-5 ώρες έξω από το γήπεδο, μετά από την προπόνηση, ενώ έβρεχε. Κάθονταν 4-5 ώρες έξω στη βροχή και μιλούσαν για μπάσκετ! Όταν τον γνώρισα καλύτερα, κατάλαβα κι εγώ πως ο Δημήτρης έχει πάρα πολύ μεγάλη αγάπη για το άθλημα».

Πως βρέθηκες στη Νήαρ Ηστ; «Μετά από κάποιες καλές χρονιές που είχα, μου ήλθε αυτή η ευκαιρία να πάω στη Νήαρ Ηστ και να παίξω στην Α1, οπότε την άρπαξα απευθείας! Είχα προπονητή τον Ηλία Ζούρο και αν θυμάμαι καλά, ο Κώστας Πολίτης ήταν τεχνικός σύμβουλος. Ήξερα πως θα είμαι ο μικρός. Ο ψαρωμένος… Ο τύπος που δεν ήξερε αν θα μπορούσε να παίξει αλλά είχα μεγάλο κίνητρο μέσα μου για να τα καταφέρω. Στη Νήαρ Ηστ ήμουν με τον Ξανθόπουλο, τον Μάνθο Σοφογιάννη, τον Πανταζόπουλο, τον Παπανικολόπουλο, τον Φράνκο Νάκιτς, τον Λιν Γκριρ, τον Λι Μπένσον. Έναν τύπο λίγο… γκάνγκστερ (γέλια)».

Τι θέση έχει το Μαρούσι στην καρδιά σου σε αυτή τη διαδρομή; «Όλοι ξέρουν την αγάπη μου για το Μαρούσι. Ουσιαστικά, είναι η ομάδα που με ανέδειξε, που μου έδωσε την ευκαιρία να αποδείξω ότι μπορώ να παίξω σε αυτό το επίπεδο. Το Μαρούσι ήταν το διδακτορικό μου! Πραγματικά, ήταν μια ομάδα που δούλευε σαν οικογένεια, με τρομερή οργάνωση και με βοήθησε από την πρώτη ως την τελευταία μέρα μου εκεί. Μια ομάδα που δεν την ήξερε κανείς στην Ευρώπη και έφτασε στο σημείο να μαζεύει 5.000 κόσμο στο ματς με τη Μακάμπι. Ήταν τόσα πολλά τα συναισθήματα εκείνη τη χρονιά της EuroLeague, τόσες πολλές στιγμές… Μια απίθανη χρονιά».

Έστω και αν η ιστορία δεν είχε χαρούμενο φινάλε, με τα οικονομικά προβλήματα που μαζεύτηκαν στο τέλος… «Σίγουρα ο τρόπος που τελείωσε ήταν δυσάρεστος, όχι μόνο για μένα αλλά για όλα τα μέλη εκείνης της ομάδας. Τον τελευταίο 1.5 χρόνο, όλοι μας χάσαμε αρκετά χρήματα. Μέχρι τότε, ο οργανισμός δούλευε στην εντέλεια όμως στην πορεία προέκυψαν κάποια προβλήματα που όλοι μας ξέρουμε… Νομίζω πως έδωσα τα πάντα σαν αρχηγός για να κρατήσω το κλίμα και την ανταγωνιστικότητα της ομάδας. Πολλές φορές οι ξένοι ήλθαν και μου είπαν πως θα κάνουν απεργία. “Αν δεν μας πληρώσουν δεν παίζουμε”. Προσπαθούσα να τους καθησυχάσω. Τους έλεγα “Πάμε να παίξουμε, έχουμε ένα μεγάλο παιχνίδι την επόμενη εβδομάδα… Δεν έχουμε χάσει ποτέ λεφτά από εδώ. Στο τέλος θα μας τα δώσουν”. Δυστυχώς, δεν έγινε έτσι. Η ομάδα ήταν πολύ ανταγωνιστική όμως άφησε μια πικρή γεύση με τα οικονομικά προβλήματα στο τέλος».

Αναφέρθηκες προηγουμένως στον Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Ποιες στιγμές μαζί του δεν θα ξεχάσεις ποτέ; «Η μια ήταν πριν από ένα ματς στη Ρόδο με τον Κολοσσό. Στη συνέχεια κατάλαβα πως ήταν μια από εκείνες τις τεχνητές κρίσεις που συνήθιζε ο κόουτς. Κάναμε, λοιπόν τις τριάδες στο ζέσταμα… Ο Ομπράντοβιτς ζητούσε από όλους τους παίκτες, αντί για λέι-απ, να κάνουν κάρφωμα. Τι έγινε λοιπόν… Σε αυτό το ντριλ, όταν έκανα δεξί λέι απ και πάταγα για να καρφώσω, το αριστερό ήταν το “δυνατό” μου πόδι. Πάντα όμως στην προπόνηση, για να δυναμώσω το δεξί, έκανα αριστερό κάρφωμα. Που σημαίνει πάταγα με το δεξί πόδι για να καρφώσω. Αυτό μου το πάτημα ήταν το αδύναμο. Επειδή, λοιπόν το αριστερό χέρι δεν έχει την ίδια τεχνική με το δεξί, το κάρφωμα δεν ήταν τόσο… καθαρό. Ήταν με τα ακροδάχτυλα, που λέμε. Έκανα πάντα το ίδιο κάρφωμα με το αριστερό χέρι. Όλη τη χρονιά, με τον ίδιο τρόπο! Στο μεταξύ, ο κόουτς ήξερε ποιους ήθελε να πικάρει. Ήμουν εγώ και ο Περπέρογλου. Περισσότερο εγώ… Μας έδωσε άλλη μια ευκαιρία. “Κάρφωμα κανονικό” είπε. Ο Στράτος το έκανε κανονικά όμως εγώ, ασυναίσθητα έκανα το ίδιο. Γιατί πάντα έκανα το ίδιο όλη τη χρονιά. Με έστειλε έξω από την προπόνηση! “Έξω! Φύγε”! Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος προπονητής με έδιωξε από την προπόνηση. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου! Κατ’ ευθείαν πήγα να του ζητήσω συγγνώμη όμως δεν ήθελε να μου μιλήσει. Μίλησα στον Ιτούδη, του είπα να του ζητήσει συγγνώμη εκ μέρους μου, ότι δεν θα το ξανακάνω. Σαν μικρό παιδί! Και μου έλεγε “Όχι! Φύγε! Τελείωσε»!

Πίσω από το γήπεδο, είχε μια αίθουσα με βάρη. Για να μην χάσω τη μέρα, λοιπόν πήγα να κάνω λίγα βάρη. Έπειτα από μισή ώρα, ήλθαν διαδοχικά ο γυμναστής, ο Φραγκίσκος και ο Ιτούδης! Έρχονταν ανά 10 λεπτά και μου μιλούσαν. Το νόημα ήταν το ίδιο. “Κοίταξε να δεις, αυτό που έκανες δεν ήταν σωστό”. Ότι καλό θα ήταν, όταν τελειώσει η προπόνηση, να βγω στο κέντρο και να ζητήσω συγγνώμη. Ότι δεν θα το ξανακάνω κλπ. Τελείωσε λοιπόν η προπόνηση, πήρα τον λόγο και ζήτησα συγγνώμη από όλους. “Τον τελευταίο καιρό δεν παίζω καλά, θα προσπαθήσω να παίξω καλύτερα. Δεν θα αντιδράσω ξανά έτσι. Ζητώ συγγνώμη”. Αμέσως μετά ο Ομπράντοβιτς μου ζήτησε να μιλήσουμε. Δεν μου ανέφερε τίποτα για ό,τι προηγήθηκε. Τίποτα! Σαν να μην έγινε ποτέ. Εκείνη τη στιγμή ήμασταν δυο καλοί φίλοι. Μου είπε, μάλιστα: “Κοίταξε να δεις, εγώ κοιτάω την ομάδα για την επόμενη χρονιά. Θέλω οπωσδήποτε να μείνεις, έχω μιλήσει με τον πρόεδρο, να δούμε τι θα γίνει με το ρόστερ…”. Την επόμενη μέρα με ξεκίνησε πεντάδα και έπαιξα 35 λεπτά! Και έπαιξα και καλά. Ήταν μια κρίση. Όχι μόνο για μένα, αλλά για όλη την ομάδα. Αυτό ίσως μας αφύπνισε, γιατί ήταν το τελευταίο παιχνίδι πριν από το Final 4 της Κωνσταντινούπολης».

Και το δεύτερο; «Ήταν το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που έχω δεχτεί από προπονητή. Και ειδικά από τον κόουτς Ομπράντοβιτς. Ήταν ο τελικός του Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμουν λίγο εκτός ρυθμού. Κάτι με προβλημάτιζε, δεν ήμουν τόσο μέσα στο παιχνίδι, δεν πίεζα τόσο τον εαυτό μου. Στο timeout κι ενώ η κάμερα ήταν μπροστά, φώναξε δυνατά και μου είπε για να με τονώσει: “Δεν μπορεί να το κάνεις εσύ αυτό! Είσαι ένας από τους πιο έξυπνους παίκτες που είχα ποτέ”! Αυτή η κουβέντα μου έδωσε φτερά εκείνη τη στιγμή και προσπάθησα να κάνω τα πάντα για αυτόν»!

Σε εκείνη τη σειρά με την Μπαρτσελόνα το 2011, ο Παναθηναϊκός έπαιξε μια από τις πιο iconic άμυνες στην ιστορία της EuroLeague, με το “box-and-1” όταν εξουδετερώσατε τον Ναβάρο που είχε 20 πόντους μ.ό. στο Top-16. Πως έζησες εκείνη τη σειρά; «Εκείνη η σειρά μας έδωσε στην ουσία την πίστη ότι μπορούμε να κερδίσουμε την EuroLeague. Γιατί μέχρι τότε, αν θυμάσαι η χρονιά μας ήταν… έτσι κι έτσι. Ο Ομπράντοβιτς, λοιπόν πήγε το πλάνο που είχε στήσει, το “box-and-1” και όλα αυτά σε άλλο επίπεδο. Μιλάμε για ΑΛΛΟ επίπεδο! Τόσο σε επίπεδο τεχνικής, όσο και σε επίπεδο συγκέντωσεης. Με παραλλαγές, ανάλογα με το τι θα γίνει, τι θα κάνουμε σε κάθε περίπτωση… Δεν φαντάζεσαι! Αυτή η σειρά με την Μπαρτσελόνα και η επόμενη με τη Μακάμπι, το 2012 ήταν τα παιχνίδια που είπα πως έπιασα το μάξιμουμ της συγκέντρωσής μου όλες τις μέρες. Ήμουν τόσο συγκεντρωμένος στο τι έπρεπε να κάνω. Αυτά τα ματς θα τα θυμάμαι για πάντα! Είναι τρομερό το επίπεδο συγκέντρωσης! Σαν να ζούσα σε ένα όνειρο! Ένα παράλληλο όνειρο! Δεν είχα ζωή εκείνες τις μέρες!

Το πλάνο λειτούργησε στην εντέλεια. Να δώσουμε, δηλαδή τα σουτ στον Ρούμπιο, τον Γκριμάου και το μπακ-απ πλέι μέικερ, τον Βίκτορ Σάσα. Αφήναμε όλα τα ελεύθερα σουτ σε αυτούς, χωρίς να τρέχουμε πάνω τους για να μας κάνουν διείσδυση. Ρισκάραμε αυτά τα σουτ, αλλά στον Ναβάρο το “box-and-1” ήταν πάντα deny. Και όποτε έπαιορνε σαν σκριν από το “box-and-1”, τότε αυτός που άλλαζε σε αυτόν γινόταν ο παίκτης deny. Ο Ομπράντοβιτς το είχε φτάσει σε τρομερό επίπεδο! Είχε παραλλαγές για όλα τα ενδεχόμενα. Αν ήταν ψηλός αυτός που μάρκαρε τον Ναβάρο, τι θα κάναμε σε αυτή την περίπτωση… Αν ήταν κοντός, αν υπήρχε πικ-εν-ρολ μετά. Μιλάμε για “box-and-1” όχι απλό αλλά με τρομερές παραλλαγές.

Το καλοκαίρι του 2012 ήταν ενδεχομένως το πιο περίεργο στη σύγχρονη ιστορία του Παναθηναϊκού. Πως το έζησες; «Από τη στιγμή που πήγα στον Παναθηναϊκό, πίστευα πως δεν θα φύγω ποτέ από αυτή την ομάδα. Ότι θα τελειώσω την καριέρα μου εκεί. Δεν σου κρύβω πως η φυγή του κόουτς ήταν ένα πράγμα που με στεναχώρησε. Με σόκαρε. Δεν το περίμενα… Δεν ήταν αυτός ο λόγος που έφυγα. Φυσικά η αποχώρησή του έπαιξε ρόλο αλλά κυρίως ήταν η αβεβαιότητα που υπήρχε τότε. Είχα κάνει τις δυο καλύτερες χρονιές της καριέρας μου και ήταν η μεγάλη ευκαιρία μου να κάνω κάτι διαφορετικό. Αν, λοιπόν έπρεπε να κάνω την αλλαγή, το timing ήταν εκείνη τη στιγμή».

Με ποια προοπτική πήγες στην Ούνικς Καζάν και τι είναι αυτό που μένει στο τέλος της ημέρας; «Μετά από τον Παναθηναϊκό, ήθελα να πάω σε ομάδα EuroLeague. Εκείνη τη χρονιά η Ούνικς έπαιζε προκριματικά. Ήταν ένα ρίσκο, αλλά το πλάνο που μου είχε παρουσιάσει η ομάδα μου άρεσε. Ήταν πολύ σημαντικό ότι οι άνθρωποι της Ούνικς με πίστεψαν από την πρώτη στιγμή. Είχα μαζί μου και τον Ίαν, ήταν τρομερή βοήθεια για μένα. Ουσιαστικά η Ούνικς Καζάν είχε όλο το “πακέτο” και παρουσιάζει τρομερή εξέλιξη τα τελευταία χρόνια. Οι άνθρωποί της ενδιαφέρονται για να τη δουν ακόμα πιο ψηλά. Αν συνεχίσει έτσι, μπορεί να καθιερωθεί στην EuroLeague».

Ήσουν στο τελευταίο μετάλλιο της Εθνικής ομάδας, το 2009 στην Πολωνία. Πως εξηγείς αυτή τη μεγάλη αποχή; Γιατί η Ελλάδα απέχει από τα μετάλλια τα τελευταία 12 χρόνια; «Αρχικώς, δεν είναι τόσο εύκολο να πετύχεις. Όπως είδαμε, πέρασαν αρκετά χρόνια από το ’87 και το ’89 για να έλθει η επόμενη μεγάλη επιτυχία. Η ζωή κάνει κύκλους και σίγουρα παίζουν ρόλο οι συγκυρίες και η “χημεία”. Γιατί έχουν ακουστεί πολλά τα τελευταία χρόνια, ότι δηλαδή οι παίκτες δεν έχουν καλές σχέσεις μεταξύ τους κλπ. Καμία σχέση! Μιλάω για την αγωνιστική “χημεία”. Να συμπίπτουν, δηλαδή όλα τα κατάληλα χαρακτηριστικά που χρειάζεται για να πετύχει μια ομάδα. Η Εθνική έχει πετύχει πάρα πολλά. Όλοι μας περιμένουμε να πρωταγωνιστήσει και θεωρώ πως οι γενιές που έρχονται μπορούν να μας δώσουν το κάτι παραπάνω. Με τη νέα διοίκηση ίσως υπάρξουν κάποιες αλλαγές. Εύχομαι να είναι προς το καλύτερο. Όλοι θέλουμε να πετύχει και πραγματικά πιστεύω πως σύντομα θα έχουμε καλές στιγμές».

Και πως θες να σε θυμούνται; «Παρ’ όλες τις επιτυχίες, δεν άλλαξα ποτέ σαν άτομο. Πάντα ήμουν ένα παιδί χαμηλών τόνων. Είχα μάθει από την οικογένειά μου να είμαι ταπεινός, να δουλεύω, να είμαι εργατικός, να δίνω τα πάντα. Δεν ήμουν ποτέ ο ταλαντούχος ή ο φαντεζί παίκτης… Προσπαθούσα να κάνω τα πάντα με εργατικότητα, συγκέντρωση και ταπεινότητα. Μακάρι να έγινα παράδειγμα έστω και για ένα παιδί. Να καταλάβει πως μπορεί να μην έχει το μεγάλο ταλέντο αλλά αν έχει θέληση και όρεξη για δουλειά, μπορεί να πετύχει τα όνειρά του…».

Πηγή: gazzetta.gr