Είναι ο μόνος παίκτης που έχει γίνει franchise player σε γραφείο μάνατζμεντ αθλητών. Ο Μίσκο Ραζνάτοβιτς έχει ομολογήσει πως αν δεν ήταν ο Βασίλης Σπανούλης, το BeoBasket δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα. Και εκείνος δύσκολα θα ήταν ο ατζέντης με τη μεγαλύτερη επιρροή στα δρώμενα. Για να πει κάτι που δεν αφορά το μεγαλείο του εαυτού του ο Ραζνάτοβιτς, προφανώς και είναι η απόλυτη αλήθεια. Όπως αλήθεια είναι πως «η μετακίνηση του Βασίλη από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό, την οποία δεν θα μπορούσε να κάνει το 90% των ατζέντηδων, άλλαξε την ιστορία των «ερυθρόλευκων».
Ο 37χρονος γκαρντ συμφώνησε να μείνει για άλλον ένα χρόνο στον Πειραιά, το βράδυ της Τρίτης 16/7. Εκεί όπου πήγε το 2010, αφήνοντας τον Παναθηναϊκό, με τις παρανοήσεις του πώς και του γιατί να διαδέχονται η μια την άλλη. Στα δεδομένα, ο Kill Bill είχε πάντα τον εγωισμό αυτών που έρχονται στη ζωή με συγκεκριμένο προορισμό και έχουν την ευλογία να τον βρουν, από πολύ μικροί. Στα δεδομένα ανήκει και η ευκαιρία να «κλείσει» την καριέρα του στο σύλλογο που άλλαξε άρδην επί των ημερών του. Δηλαδή, να γίνει από τους ελάχιστους θρύλους του Ολυμπιακού (αν όχι ο μόνος) που αποχαιρετά ως «ερυθρόλευκος» το μπάσκετ.
✔ «Είναι πολύ κοντός και αδύνατος»
Απ’ όταν θυμάται τον εαυτό του, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το μπάσκετ. Και η οικογένεια του. Σαν να ήλθε στη γη, ταγμένος στο κάλεσμα του. Η ανεμελιά ήταν άγνωστη λέξη. Είχε έναν στόχο και το πείσμα να κάνει ό,τι χρειαζόταν για να τον υλοποιήσει. Όταν ήταν 10 χρόνων (1992), με τον πλέον φυσικό τρόπο ανακοίνωσε στους γονείς του, Θανάση και Γεωργία πως θα γινόταν μπασκετμπολίστας. Πολύ πριν πάρει αυτήν την απόφαση, είχε πάρει μια άλλη: να μην… πιάσει ιδιαίτερες επαφές με την ήττα. Ποτέ. Απ’ όταν έπαιζε μονά με τον μεγαλύτερο αδελφό του, Δημήτρη γινόταν έξαλλος όταν έχανε. Το αυτό συνέχισε να συμβαίνει όταν φόρεσε την πρώτη του φανέλα. Αυτή του Κεραυνού Λάρισας.
Όσοι τον έβλεπαν να ξημεροβραδιάζεται στα ανοιχτά γήπεδα της πόλης του, τον έδειχναν και γελούσαν. Έλεγαν πως «είναι πολύ κοντός», ότι «είναι πολύ αδύνατος». Ο πρώτος προπονητής του, Νίκος Χατζής θα προειδοποιούσε πως «αν φτάσει το 1.90, όλοι θα μιλούν για αυτόν». Tα κακεντρεχή σχόλια έγιναν το καύσιμο του. Αποφασισμένος να μην παραιτηθεί ποτέ του ονείρου, συνέχιζε τη δουλειά. Έως το Νοέμβρη του 1997 είχε μόνο το μπάσκετ στο μυαλό του. Τότε έζησε το πρώτο σοκ: το θάνατο του πατέρα του.
«Ήταν κάτι που ήλθε αναπάντεχα και πολύ γρήγορα. Μας άφησε ξερούς. Ευτυχώς, είχα τη μητέρα μου που προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα μόνη της, με δυο παιδιά. Έκανε όλες τις δουλειές που έκανε ο πατέρας μου και ακόμα περισσότερες. Τα χρόνια εκείνα εμπεριείχαν στερήσεις και πόνο. Εμπεριείχαν όμως και αγάπη, μια και γίναμε όλοι μια γροθιά προκειμένου να κρατηθούμε και να επιβιώσουμε. Ορθοποδήσαμε. Δεν μας έλειψε τίποτα», θα εξηγούσε χρόνια μετά -όταν αυτό το «μια γροθιά» θα γινόταν κύριο στοιχείο, κύριο ζητούμενο της ζωής του -εντός και εκτός γηπέδων.
Θα πρόσθετε και κάτι ακόμα: «Έχω μεγάλη αδυναμία στη μάνα μου για τον αγώνα που έδωσε, ενώ δεν περνά ούτε μια μέρα που να μην σκεφτώ τον πατέρα μου». Το πρώτο του tattoo ήταν το R(est)I(n)P(eace), στη μνήμη του μπαμπά του (τα επόμενα ήταν για τη γυναίκα της ζωής του και τα παιδιά του -ξεκίνησε ταπεινά και επεκτάθηκε όσο αυξάνονταν τα μωρά του. Και ευτυχώς για εκείνον, έχει μεγάλο πήχη και χωρούν όλοι!). Η μητέρα του, δεν θα έφευγε ποτέ ξανά από κοντά του.
Το μπάσκετ έγινε ακόμα καλύτερη παρέα, γιατί πια ήταν και ο τρόπος που ‘χε να «αδειάζει» το μυαλό του. Να ηρεμεί η ψυχή του από τον πόνο. Το 1999 πήρε μεταγραφή στο Γυμναστικό Λάρισας και τότε ήταν που το όνομα του θα κυκλοφορούσε πια σε όλη την Ελλάδα. Μέσα σε δυο σεζόν γίνεται starter και διεθνής, καθώς το 2000, ο επίσης Λαρισαίος, Νίκος Σταυρόπουλος τον κάλεσε στην Εθνική Εφήβων. Η διαδρομή του στα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα, ξεκίνησε με το χάλκινο μετάλλιο στο Eurobasket της Κροατίας και μια φιλία που «κρατά» (πλέον έχει ενισχυθεί και με κουμπαριά, συν όσα φέρνει ο χρόνος) έως τη σήμερον ημέρα: αυτή με τον Νίκο Ζήση.
✔ Το ‘δεν έχουμε κάτι να χάσουμε’ του Αμαρουσίου
Το 2001 άλλαξε για τρίτη φορά φανέλα. Μόνο που τότε, άφησε και την λατρεμένη του πόλη, για την Αθήνα. Το «συνοικέσιο» με το Μαρούσι, το είχε κάνει ο Ανδρέας Γκατζούλης (ω ναι, Λαρισαίος επίσης και γυμναστής του Ολυμπιακού). Εκείνος ήταν που ενημέρωσε τους Παναγιώτη Γιαννάκη και Νίκο Λινάρδο για ένα νεαρό παιδί που παίζει και στις δυο θέσεις των γκαρντ. Οι κάτοχοι του Saporta Cup δεν είχαν κάτι να χάσουν και τον κάλεσαν κοντά τους. Στο ραντεβού, είδαν έναν νέο να συνοδεύεται από μια κυρία. Ναι, ο Σπανούλης πήγε με τη μητέρα του, για να υπογράψει το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιο. Όπως έφευγαν από τα αρχηγεία της οικογένειας Βωβού, σταμάτησαν σε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων. Ήθελε να της κάνει ένα δώρο, για να μπορεί η γυναίκα να πηγαινοέρχεται Λάρισα-Αθήνα, με την άνεση της. Χωρίς να ταλαιπωρείται -άλλο.
Πολύ σύντομα, τα χρέη του εκπροσώπου του θα αναλάμβανε ένας από τους πιο ισχυρούς ατζέντηδες της Ευρώπης. Ο Ραζνάτοβιτς κυνηγούσε τον Kill Bill πριν καν αποκτήσει για παρατσούκλι το Kill Bill. «Αυτό έχει προκύψει από όταν ήμουν στον Μαρούσι. Εκείνη τη χρονιά έβαζα κάποια μεγάλα σουτ και γενικώς είμαι ανέκφραστος. Έτσι μου κόλλησαν το παρατσούκλι. Δεν σου κρύβω ότι με κολακεύει ο τίτλος», θα ενημέρωνε κάποια στιγμή, αργότερα. Τα μεγάλα σουτ που λέει, άρχισε να τα βάζει από το δεύτερο χρόνο. Τον «έφαγε» στο να κερδίσει εμπειρίες, αλλά και να προσαρμοστεί στη ζωή μακριά από την λατρεμένη του οικογένεια. Από την πρώτη στιγμή ωστόσο, είχε κερδίσει τους πάντες με τη θέληση που είχε για δουλειά (πρώτος πήγαινε στις προπονήσεις, τελευταίος έφευγε) και τη… λύσσα στην άμυνα (στοιχείο που λάτρευε ο προπονητής του). Το καλοκαίρι του 2002 «πετάχτηκε» έως τη Λιθουανία, για να παίξει με την Εθνική στο Εurobasket Νέων Ανδρών και το όνομα του βρέθηκε στα μπλοκάκια όλων των «κατασκόπων» οργανισμών του ΝΒΑ, με τις σεζόν που ακολούθησαν να ‘χουν ως κατάληξη τον ίδιο σε ρόλο ηγέτη του Αμαρουσίου, την αγωνιστική περίοδο 2003-04, στη θαυμαστή διαδρομή που διέγραφε η ομάδα σε Ελλάδα και Ευρώπη.
✔ Το (όχι και τόσο) ρίσκο του Γιαννάκη
Το καλοκαίρι του 2004, όπως θα ενθυμίστε η Αθήνα διοργάνωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο Γιαννάκης ήταν ο κόουτς της ομάδας και αυτός που έκανε την υπέρβαση. Κάτι που ουδείς άλλος ομοσπονδιακός κόουτς είχε τολμήσει (ή θα τολμούσε). Ο «Δράκος» άλλαξε γενιά, άφησε εκτός τον Γιώργο Σιγάλα και εμφάνισε στην 12αδα τον Σπανούλη. Οι κακοήθεις έκαναν λόγο για «αβάντα». Ο Σπανούλης θα αποδείκνυε πως όλα ήταν θέμα ικανοτήτων. Οι «σκάουτς» εμπλούτισαν τις σημειώσεις τους και το 2004, οπότε δήλωσε συμμετοχή στο ΝΒΑ draft, θα τον επέλεγαν οι Dallas Mavericks, στο Νο50. Πριν ολοκληρωθεί η βραδιά, θα τον έδιναν στους Rockets, ομάδα που δεν είχε διστάσει να στείλει εκπροσώπους της από το Χιούστον στον Αγιο Θωμά, για να τον δουν εκ του σύνεγγυς. Να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τον τύπο που ψηφίστηκε “καλύτερος έκτος παίκτης” στην Ευρώπη, που έδινε 16π. κατά μ.ο., ενώ «είχε» σουτ και δεν ξεχνούσε την άμυνα.
✔ Το τηλεφώνημα του Θανάση Γιαννακόπουλου
Το καλοκαίρι του 2005, ο Άρης Βωβός τον κάλεσε να υπογράψει επέκταση. Εκείνος ευχαρίστησε τον ιδιοκτήτη της ΚΑΕ και τον ενημέρωσε πως είχε έλθει η ώρα να ανεβάσει το δείκτη δυσκολίας. Βλέπετε, ήδη είχαν επικοινωνήσει μαζί του και ο Θανάσης Γιαννακόπουλος, όπως και ο άμεσος συνεργάτης του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, Δημήτρης Ιτούδης για να τον διαβεβαιώσει πως υπήρχε ξεκάθαρο πλάνο για εκείνον. Πολύ συγκεκριμένος ρόλος. Ειρήσθω εν παρόδω, τότε τον είχε πλησιάσει και ο Ολυμπιακός. Ο ΠΑΟ όμως, θα του έδειχνε ότι τον θέλει περισσότερο -με όποιον τρόπο διέθετε- και θα τον κέρδιζε. Αυτή τη φορά, στην υπογραφή του συμβολαίου (για τρία χρόνια και 1.6 εκατ. ευρώ) πήρε μαζί του, τον αδελφό του. Μετά, πήρε στο τηλέφωνο όλους τους διεθνείς παίκτες των «πρασίνων» για να μάθει κάθε λεπτομέρεια, όλα τα πώς και τα γιατί της συνεργασίας με τον «Ζοτς». Κάπως έτσι, η προσαρμογή του έγινε παιχνιδάκι και ένα χρόνο μετά, θα ήταν ο καλύτερος rookie της Euroleague, νταμπλούχος Ελλάδος και πρώτος σκόρερ της παρέας του, με 14.6π., σε 28′ συμμετοχής ανά αγώνα.
✔ Ο (όχι και τόσο) μαγικός κόσμος του ΝΒΑ
Λίγες ημέρες μετά, όχι ένας, αλλά τέσσερις εκπρόσωποι των Rockets βρέθηκαν στο κατώφλι του, για να τον πείσουν να τους ακολουθήσει. Μεταξύ άλλων, τον ενημέρωσαν πως θα είναι το back up του Tracy McGrady. Ο ΠΑΟ κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να τον κρατήσει, αλλά όταν διαπιστώνει πως ο ίδιος θέλει να δει πόσα απίδια πιάνει ο σάκος του στο ΝΒΑ, θα ακούσει τον Θανάση Γιαννακόπουλο να του λέει «δεν μπορείς να στερήσεις από κανέναν το όνειρο του». Τον διαβεβαίωσε ότι ο Παναθηναϊκός θα τον περιμένει. Η αλήθεια είναι πως κρατούσε το διαμέρισμα και το αυτοκίνητο του, για μια σεζόν. «Μήπως και το παιδί ήθελε να γυρίσει», όπως ρωτήσει ο αείμνηστος Θανάσης. Εξυπακούεται πως μαζί του, ξενιτεύτηκε και η κυρία Γεωργία. Σύντομα, ο Σπανούλης θα καταλάβαινε πως τα χνώτα του με αυτά του προπονητή του, Jeff van Gundy -o οποίος στη συνέχεια της φάσης, τον χαρακτηρίζει «μηχανή λαθών» και όχι μόνο δεν τον κάνει αναπληρωματικό του McGrady αλλά αρνείται να τον σηκώσει από τον πάγκο.
Συνεχίζει τη δουλειά, κάνει ό,τι μπορεί να αποδείξει πως αξίζει μια ευκαιρία, ώσπου διαπιστώνει ότι δεν έχει τύχη. Ζητά να γίνει ανταλλαγή, μπαίνουν στη μέση οι Spurs του Gregg Popovic (φίλου του Ζέλικο Ομπράντοβιτς), το San Antonio τον βάζει στη λίστα με τους wavers (εκεί μπαίνουν όσοι δεν θέλει η όποια ομάδα και αν δεν τους ζητήσει κάποιος σε δυο ημέρες, μένουν ελεύθεροι) και από κάπως έτσι, η επιστροφή στον ΠΑΟ αποτελεί πραγματικότητα (έναντι 1 εκατ. ευρώ στους Spurs και 5.5 εκατ. ευρώ στον ίδιο, για τριετές συμβόλαιο). Κάπου εδώ, να κάνουμε μια νέα παρένθεση, για να σας πούμε πως και τότε ο Ολυμπιακός είχε αποπειραθεί να τον «κλέψει», αλλά και πάλι οι «πράσινοι» ήταν εκείνοι που εμπράκτως είχαν αποδείξει πως τον θέλουν πιο πολύ, με τον «Ζοτς» να του επαναλαμβάνει πως «θα ‘χεις έναν ευδιάκριτο, πολύ σημαντικό ρόλο για την ομάδα».
✔ Το triple crown με εκείνον MVP
Αυτή τη φορά, δεν χρειάζεται ούτε δευτερόλεπτο για να προσαρμοστεί. Αναγνωρίζει κάθε μυρωδιά, κάθε εικόνα, κάθε ανάγκη και κάνει δυο τα νταμπλ. Μετά, φορά την φανέλα με το εθνόσημο, διεκδικεί με την παρέα του την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Κίνας, μέσω του προΟλυμπιακού τουρνουά της Αθήνας, η Ελλάδα εκπροσωπείται εκ νέου στην κορυφαία διοργάνωση του πλανήτη, με τον Σπανούλη να ανταποκρίνεται εκ νέου στο ρόλο του ηγέτη και δεν διστάζει να πάρει το σουτ του break it or make it, στον μικρό τελικό. Το χάνει, η Ελλάδα δεν πατά στο βάθρο, αλλά εκείνος ενημερώνει πως αν γύριζε το χρόνο πίσω, πάλι θα έπαιρνε το σουτ (φευ).
Τι δεν είπε; Πως πριν καν τελειώσει η σεζόν με τον Παναθηναϊκό, είχε πρόβλημα. Πελματιαία απονευρωσίτιδα. Δεν «έκλεψε», δεν έριξε ρυθμούς και το πλήρωσε, με αποχή από την εκκίνηση της αγωνιστικής περιόδου 2008-09. Σιγά μην παραιτούνταν. Πείσμωσε, δούλεψε ακόμα περισσότερο και την άνοιξη του 2009 επέστρεψε στο προσκήνιο, για να παίξει καθοριστικό ρόλο στα back to back break στη Σιένα και την πρόκριση στο Final Four του Βερολίνου. Εν αντιθέσει με το 2007, αυτή τη φορά δεν έβλεπε την ομάδα του να φτάνει στην κορυφή της Ευρώπης από την TV. Ήταν στο παρκέ της Ο2 Arena, όπου παρέλαβε και το βραβείο του MVP, πριν πανηγυρίσει και το πρώτο triple crown της ζωής του. Όπως ντύνεται στα γαλανόλευκα, διαβλέπει πως αυτή τη φορά δεν έχει δίπλα του τον Παπαλουκά, ούτε τον Διαμαντίδη και άρα θα πρέπει να παίξει και για αυτούς, παρέα με τον Ζήση, σε αυτό που έγινε χάλκινο μετάλλιο, στο Eurobasket της Πολωνίας. Ο ίδιος μπαίνει και στην καλύτερη πεντάδα της διοργάνωσης. Σύντομα θα έμπαινε και σε ένα άλλο club: των παντρεμένων.
✔ Η γυναίκα της ζωής του
Λίγο πριν το ξεκίνημα της δεύτερης Ολυμπιακής του συμμετοχής, στο Πεκίνο, ξεκίνησε η σχέση της ζωής του. «Από έρωτα ξεκίνησαν όλα. Είδα την Ολυμπία και τα είδα όλα που λέμε. Η γνωριμία έγινε στην παραλία. Την είδα με μαγιό. Ήμασταν παρέα στη Μύκονο διακοπές και μέσω του Γιάννη Μπουρούση έγινε το… κονέ. Είναι αυτό που λέμε κεραυνοβόλος έρωτας. Γρήγορα κατάλαβα ότι ήμουν τυχερός, αφού βρήκα μια γυναίκα που να με εξιτάρει και εξωτερικά και εσωτερικά. Η Ολυμπία είναι ο έρωτας της ζωής μου» θα παραδεχόταν, όταν πια είχαν αποκτήσει ήδη τον πρώτο τους γιο, τον Θανάση. Όταν γνωρίστηκαν, εκείνος ήταν σε άλλη σχέση, αλλά όπως είπε «σε μερικές στιγμές της ζωής συμβαίνουν πράγματα που δεν τα έχουμε φανταστεί. Είμαι χαρούμενος και τυχερός που βρήκα εκείνη τη στιγμή την Ολυμπία. Είμαι πολύ παραδοσιακός. Προσπαθώ. Η γυναίκα μου ξέρει και σέβεται. Σε πράγματα που είναι αρμόδια η γυναίκα μου κάνω πίσω. Έχουμε σχέση σεβασμού. Η Ολυμπία είναι το άλλο μου μισό, η γυναίκα που καλύπτει τις αδυναμίες μου, η σύντροφός μου, το πρόσωπο με το οποίο μοιράζομαι όμορφες και άσχημες στιγμές. Είναι ο άνθρωπος που με ανέχεται, αφού δεν είμαι και ο ευκολότερος σύντροφος του κόσμου».
Στις 2/1 του 2010, με την άφιξη του πρωτότοκου, ξεκινά αυτό που σήμερα είναι tattoo που πιάνει όλον τον πήχη και περιλαμβάνει τα ονόματα των παιδιών του. Εξελίχθηκε σε work in progress, όσο το ζευγάρι αύξανε τα παιδιά. Τα αγόρια πήραν ως αφιέρωση και τις ισάριθμες κούπες της Ευρωλίγκας που κατέκτησε ο μπαμπάς.
Την 1η Δεκεμβρίου του 2009 ο Βασίλης και η Ολυμπία παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο και το καλοκαίρι του 2011 με θρησκευτικό. Στα χρόνια που ακολούθησαν προέκυψε το «παιδί και ευρωπαϊκό» που έγινε «αγόρι και ευρωπαϊκό», αλλά αυτό ξεκάθαρα έχει πολύ μικρή σημασία για εκείνον και τη γυναίκα του.
Από την πρώτη στιγμή, θέλησε να ζήσει την κάθε στιγμή της πατρότητας. Ήταν μέσα στον τοκετό, σε όλες τις γέννες («τα συναισθήματα είναι απίστευτα και αντιλαμβάνεσαι ότι εκείνη την ώρα συντελείται ένα θαύμα. Η γέννηση ενός παιδιού δημιουργεί ευθύνες, αλλά εγώ είμαι συνειδητοποιημένος»), ενώ έκτοτε επαναλαμβάνει διαρκώς πως «όταν κάνεις οικογένεια η ζωή σου αλλάζει. Η αλήθεια είναι ότι με ευχαριστεί πολύ, με γαληνεύει, έχω βρει την ηρεμία μου. Όταν βρίσκομαι με την οικογένειά μου, παίρνω απίστευτη χαρά και γεμίζω τις μπαταρίες μου με τον πιο όμορφο τρόπο. Γενικά η οικογένειά μου αποτελεί τη μεγαλύτερη δύναμή μου και από τότε που τη δημιούργησα μου έδωσε φτερά. Πριν φύγω για ένα μεγάλο παιχνίδι ή τουρνουά, το χαμόγελο των γιων μου, μια κουβέντα τους, είναι το καλύτερο που μπορώ να πάρω μαζί μου. Το μόνο που θέλουν όταν φεύγω από το σπίτι για ταξίδι είναι να γυρίσω γρήγορα. Αγκαλιάζεις τα παιδιά και τη γυναίκα σου και ξεχνιέσαι. Είσαι αλλού. Την επομένη πηγαίνεις πάλι ορεξάτος για μπάσκετ». Δεν είναι μόνο λόγια. Είναι και πράξεις. Όταν είναι με την οικογένεια του, δεν απαντά σε τηλέφωνα, ενώ περνά με τους γιους τους ωφέλιμο χρόνο.
✔ Η υπέρτατη πρόκληση
Το καλοκαίρι του 2010, στο ημίχρονο του τελικού του Μουντιάλ, η ΚΑΕ Ολυμπιακός ανακοίνωσε την απόκτηση του Σπανούλη, για 7.2 εκατ. ευρώ. Ουδείς παθαίνει το σοκ της έκπληξης. Η φημολογία γύρω από το συμβόλαιο του, είχε ξεκινήσει ενώ ήταν σε εξέλιξη η σεζόν 2009-10. Η απόδοση του στο τελευταίο δεκάλεπτο του τρίτου τελικού αποδεικνύεται καταλυτική και ο τίτλος παραμένει με συνοπτικές διαδικασίες στο ΟΑΚΑ δεχόμενος τα εύσημα από τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς για άλλη μια φορά. Αλλά κάτι έχει πάψει να είναι το ίδιο. «Είναι δύσκολο όταν σου δίνουν τα κλειδιά και σου λένε πως εσύ ‘θα είσαι ο τύπος που θα τους οδηγήσεις στα τρόπαια μετά από τόσα χρόνια». Παίρνω λοιπόν όλη αυτή την πίεση στους ώμους μου και με τα άλλα παιδιά πήγαμε αυτό τον Ολυμπιακό στην κορυφή και για μένα αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο επίτευγμα. Αλλά αυτά πλέον ανήκουν στο παρελθόν, τώρα έχουμε άλλα πράγματα μπροστά μας και έχουμε διαφορετικά κίνητρα. Θα κοιτάξω πίσω μόνο όταν θα σταματήσω την καριέρα μου».
Δεν είναι τα λεφτά που κάνουν τη διαφορά. Είναι ο τρόπος. Ο τρόπος που τον προσέγγισαν οι «αιώνιοι», ο τρόπος που του έδειξαν πως τον θέλουν. Αυτή τη φορά, το έκανε πιο πολύ ο Ολυμπιακός. «Υπήρχαν πράγματα που με ενόχλησαν την τελευταία χρονιά μου στον Παναθηναϊκό. Υπήρχαν αντίθετες απόψεις. Υπήρχε μία κούραση πνευματική. Εμένα δεν με εξέφραζε. Σέβομαι την άποψη των ανθρώπων της ομάδας. Στο τέλος όμως ο καθένας πρέπει να κάνει την επιλογή του. Δεν ήταν θέμα χρημάτων η αποχώρησή μου από την ομάδα. Κατά περιόδους έχουν ακουστεί πολλά. Ότι ήμουν τσακωμένος με τον Διαμαντίδη -που είμαστε πολύ καλοί φίλοι- και με τον Γιασικεβίτσιους. Αυτά είναι αηδίες. Δεν ήταν τίποτε από αυτά. Απλά χάθηκε η επικοινωνία και η εμπιστοσύνη μεταξύ εμού και των ανθρώπων της ομάδας» είχε εξηγήσει αφού είχαν καταλαγιάσει οι αντιδράσεις. Ή για την ακρίβεια, το πρώτο -μεγάλο- «κύμα». «Ήθελα να είμαι ένα πρώτο βιολί και να αποδείξω τι μπορώ να κάνω. Είμαι πεισματάρης. Όταν βάζω κάτι στο μυαλό θέλω να το πετύχω. Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος που έφυγα από τον Παναθηναϊκό. Σέβομαι τους ανθρώπους και τους ηγέτες που πέρασαν από τον Παναθηναϊκού. Από εκεί και έπειτα όπως τα έφερε η ζωή σίγουρα είναι κάτι που με εκφράζει πολύ περισσότερο ο ρόλος που έχω στον Ολυμπιακό», είχε καταλήξει. Ο Ομπράντοβιτς θα έβαζε τέλος στη σχέση τους, εκείνος θα δήλωνε μια χαρά με αυτήν την απόφαση και η ζωή συνεχίστηκε, με τον ίδιο να είναι ο πρωταγωνιστής των back to back ευρωπαϊκών (2012, 2013) των «ερυθρόλευκων», μαζί με την πορεία έως τη Μαδρίτη και από εκεί στον αποψινό τελικό.
✔ Η πορεία που τον ενέταξε στους θρύλους
Στη δεύτερη χρονιά στους Πειραιώτες (2011-12), από εκεί που κινδύνευαν εντόνως να μείνουν εκτός διοργάνωσης από το ΤΟΡ16, φτάνουν στην Κωνσταντινούπολη, ως αουτσάιντερ. Περνούν την Μπαρτσελόνα, φτάνουν στον τελικό και βρίσκουν απέναντι τους την ΤΣΣΚΑ. Οι Ρώσοι φτάνουν στο +19 πριν αρχίσει… η επανάσταση, ένα από τα μεγαλύτερα comeback στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ και το πιο παλικαρίσιο τρόπαιο όλων των εποχών (με το αλήστου μνήμης «πεταχτάρι» του Πρίντεζη), μέχρι το επόμενο. Του 2013. Και τις δυο χρονιές, ο Kill Bill θα αναδειχθεί «πολυτιμότερος» των Final Four.
Στο Λονδίνο, λοιπόν, το 2013, ο Ολυμπιακός πάει πάλι ως αουτσάιντερ, αλλά αυτή τη φορά η Ευρώπη ξέρει πως δεν μπορεί πια να κολλά… σε ταμπέλες. Περνά την ΤΣΣΚΑ (που έχει αρχίσει να αναπτύσσει τα σύνδρομα της, όταν βλέπει το σήμα με τον «έφηβο» απέναντι της) και φτάνει στον τελικό, όπου συναντά τη Ρεάλ Μαδρίτης. Εκείνος δεν σκοράρει πόντο έως το -20, οπότε μετρά 12 διαδοχικούς για να κάνει δυο τις σερί κατακτήσεις η ομάδα του. Κάτι αντίστοιχο έκανε και στον ημιτελικό του Final Four, το 2015, οπότε έπειτα από 0/11 σουτ ήταν εκείνος που έβγαλε νοκ άουτ -για μια ακόμη φορά- την ΤΣΣΚΑ, ώστε να πάει τους δικούς του φίλους στο ματς που έκρινε τον τίτλο -που αυτήν τη φορά δεν κατέληξε στον Πειραιά. «Προσωπικά, βλέπω την κάθε χρονιά σαν την τελευταία που παίζω μπάσκετ. Για αυτό δεν θέλω να αφήνω καμία χρονιά να πηγαίνει χαμένη. Αυτή είναι η δική μου αλήθεια και ο λόγος που κάνει την ομάδα και εμένα τόσο ανταγωνιστικούς» είχε αποκαλύψει πριν καν ξεκινήσει η διαδικασία στη Μαδρίτη. Όσοι τον άκουσαν, ήξεραν τι να περιμένουν. Οι άλλοι… τα είδαν και θυμήθηκαν.
✔ Η πίστη στο Θεό -μα πάνω από όλα στον εαυτό του
Κάθε φορά, πριν βγει στο παρκέ για την όποια υποχρέωση «προσεύχομαι. Προέρχομαι από μία πολύ θρήσκα οικογένεια. Παίρνω δύναμη και έμπνευση από την προσευχή και είμαι ευλογημένος που μπορώ και παίζω μπάσκετ» είχε ενημερώσει κάποτε. Αν κάτι ωστόσο, ήταν ξεκάθαρο απ’ όταν ήταν παιδί (ο κοντός που δεν θα έκανε καριέρα) είναι δεν υπάρχει το «παραιτούμαι». Μόνο το προσπαθώ όσο περισσότερο μπορώ. Και ό,τι γίνει».
«ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΕ ΡΙΞΕΙ ΚΑΤΩ. ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΕ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΝΙΩΣΩ ΟΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΑ ΠΑΡΑΤΗΣΩ».
«Σε αυτό το παιχνίδι δεν μπορείς μόνο να κερδίζεις. Για να γίνεις πραγματικός νικητής πρέπει να ξέρεις και να χάνεις. Για μένα ο πραγματικός νικητής είναι αυτός που θα πέσει κάτω, όμως, θα σηκωθεί και θα γίνεται όλη την ώρα και πιο δυνατός. Έτσι ήταν σε όλη μου η ζωή. Πολλές φορές έπεσα κάτω όμως πάντα σηκωνόμουν και έγινα ακόμα πιο δυνατός από αυτούς». Κάθε, μα κάθε φορά. Και για αυτό δεν μπορούν να τον αγγίξουν εκδηλώσεις αγνωμοσύνης. Ξέρει καλύτερα. Βλέπει και νιώθει καλύτερα την αλήθεια του. Όπως είπε πρόσφατα και ο Σεμπάστιαν Φέτελ «υπάρχει χειρότερη πίεση, από το να βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να ξέρεις την αλήθεια;».