Στον απέραντο πεζόδρομο του Φλοίσβου τα λευκόσαρκα βράχια συναντούν την ακτή και ο αέρας του πρωινού (μιας Τρίτης) κάνει το νερό να τρέμει κάθε φορά που συναντά τις ακονισμένες γωνιές, δικαιολογώντας πλήρως το όνομα της περιοχής. Πότε-πότε οι σταγόνες δραπετεύουν από το τσιμεντένιο τοιχίο και αναπαύονται, για να εξαφανιστούν, στις νοτισμένες πλάκες. Έχει βρέξει.

Ο Ανδρέας, ο φωτογράφος της συνέντευξης, ζητά από τον Παναγιώτη Λιαδέλη διάφορες πόζες. Τα αρχικά, τα πιο συμβατικά, καρέ εστιάζουν στο πρόσωπό του. Ευθεία στο φακό ή προφίλ αγναντεύοντας τη σύζευξη ουρανού και θάλασσας. Έπειτα τον καλεί να καθίσει σ’ έναν από τους φαγωμένους βράχους.

Μια πνιχτή «Συγγνώμη» βγαίνει από το στόμα του και συννεφιάζει σε απόλυτη ταύτιση με τοπίο. Θα ήθελε πολύ ν’ ανταποκριθεί, αλλά αρνείται ευγενικά. Ούτε βυθίσματα τού είναι εύκολο να κάνει. Τα χειρουργημένα γόνατα δεν του επιτρέπουν πολλές, ζόρικες κινήσεις. Προφυλάσσει και προφυλάσσεται πια. Ό,τι ακριβώς αποκήρυσσε, άνευ δεύτερης σκέψης, τα πάλαι ποτέ χρόνια της διαδρομής του στα παρκέ. «Αν θα γυρνούσα το χρόνο πίσω, δεν ξέρω αν θα επέμενα τόσο πολύ στην προπόνηση», ομολογεί με ειλικρίνεια. «Ναι μεν καρπώθηκα πολλά, αλλά έβγαλα τους σοβαρούς τραυματισμούς».

Στις 7 του ερχόμενου Δεκέμβρη ο παλαίμαχος γκαρντ θα κλείσει τα 47 του, είναι πατέρας (ενός 17χρονου αγοριού) και επιχειρηματίας στον Βόλο, έχει δηλαδή την υποχρέωση να προσέχει τον εαυτό του. Για τον ίδιο, για τους άλλους. «Δεν το γνωρίζει πολύς κόσμος, αλλά δύο φορές στον Άρη είχα καταλήξει στο νοσοκομείο με υπερκόπωση». Εισαγωγή, ορούς στα χέρια, ανάπαυση σε επικλινές κρεβάτι. «Δεν ξεκουραζόμουν ποτέ, ούτε τα καλοκαίρια, έκανα συνέχεια ατομική προπόνηση. Δεν δούλευα απλώς στα κόκκινα. Έσπασα το κοντέρ, έσπασα τον οργανισμό μου».

Ο Παναγιώτης Λιαδέλης κοιμόταν νωρίς και απέφευγε τα ξενύχτια. Δεν έπινε, ούτε κάπνισε. Κρατά γερά μέχρι σήμερα, παίζει άμυνα μέχρι εξαντλήσεως. Προτιμούσε να εφαρμόζει κατά γράμμα τους (αυστηρούς) κανόνες. Αν έπρεπε να καταπατήσει κάποια από τις δέκα εντολές της αθλητικής ζωής, η αμαρτία του θα αφορούσε την προσπάθεια για μόνιμη βελτίωση.

Λέει και επιμένει, χωρίς να δέχεται αντίρρηση, πως ήταν «ένας μέτριος μπασκετμπολίστας» της εποχής του. Ένας κοντός γκαρντ 190 εκατοστών, «κι ας μου έδιναν πάντα δυο-τρεις πόντους για να με ψηλώσουν», στο κορμί του οποίου δεν χωρούσε μια πλήρης μπασκετική φιγούρα. Κυτταρικά δεν ήταν προγραμματισμένη να γίνει μια τέτοια. Βρήκε πάντως τον τρόπο να τη στριμώξει.

«Δεν ξέρω αν ήμουν λιοντάρι στην αρένα», αποκρίνεται σ’ έναν παραλληλισμό της περιγραφής ‘λιονταράκι’ που τον συνόδευε αφότου, ως κατάξανθος νεανίας, έκανε πρεμιέρα στην κεντρική σκηνή του ελληνικού μπάσκετ, «αλλά μέσα από τη διάρκεια έδειξα ότι ήμουν τουλάχιστον μαχητής». Κάτι που δεν του το αφαιρεί κανείς. «Ένας μαχητής που είχε την αντίληψη και την ικανότητα να μεταμορφώνεται ανάλογα με τις συνθήκες κάθε ομάδας και ν’ αντέχει, επιβιώνοντας σε πολύ υψηλό επίπεδο».

Οι τελευταίες φράσεις του στάζουν τη βεβαιότητα ενός κατασταλαγμένου ώριμου άνδρα που προτού μπει στην έκτη δεκαετία της ζωής του έχει συμπεράνει τη χρησιμότητα να φυλά βαθιά στη μνήμη του όλα εκείνα, αλλιώτικων αποχρώσεων κάθε φορά, που χάραξαν τη συνεπέστατη διαδρομή του στον χώρο. Είτε ήταν υπέρλαμπρες στιγμές, όπως τα τρόπαια με τον Άρη μέσα σε 10 μήνες ή τα ατομικά επιτεύγματά του εντός κι εκτός επικράτειας, είτε έμοιαζαν τρύπες κατάμαυρες στις οποίες βρέθηκε να αιωρείται μετέωρος αναζητώντας απεγνωσμένα έξοδο διαφυγής.

Η κουβέντα με φόντο τα σύννεφα του Φλοίσβου μετατράπηκε για τον Παναγιώτη Λιαδέλη σ’ έναν απρογραμμάτιστο απολογισμό που τον εξέπληξε όπως κύλησε. Για εμάς ήταν ένα φιλμ με κάμποσες φωτογραφίες polaroid που, ελάχιστα ξεθωριασμένες, ανασύρθηκαν από το συρτάρι και αραδιάστηκαν μπροστά μας.

Ο γιος του τερματοφύλακα-λιμενικού, το μετάλλιο με τους Παίδες και οι τρεις παιδικοί ήρωες
Οι πρώτες φωτογραφίες ήταν οι παλιότερες, προστατευμένες φυσικά από τον χρόνο. Ο Παναγιώτης γεννήθηκε στον Βόλο, αλλά γνώρισε καλά την Αθήνα. Ο πατέρας του, Βαγγέλης, ήταν τερματοφύλακας μεταξύ των 60s και των 70s. Είχε αγωνιστεί στον Ολυμπιακό του Σιδέρη, του Γιούτσου και του Μποτίνου. Στα μέσα του ’70 εντάχθηκε στην ΑΕΛ κι από ‘κει πήγε στον Ολυμπιακό Βόλου. Όταν έβγαλε δια παντός τα γάντια του και φόρεσε την καλοσιδερωμένη στολή του, το καθήκον τον έφερε στην πρωτεύουσα.. Πρώτα στα νότια (Γλυφάδα) και μετά βορειότερα (Χολαργό). Αναπόφευκτο ήταν ο πρωτότοκος γιος του να κουβαλά τα χαρίσματά του. Όχι όμως την αγάπη του για το ποδόσφαιρο. Το μπάσκετ τον έκλεψε.

«Αρχικά ήμουν ποδοσφαιριστής. Είχε κληρονομήσει το αθλητικό στιλ, αλλά κυρίως το πείσμα του πατέρα μου. Σωματικά ήμασταν ίδιοι. Σαν να βγήκαμε με καρμπόν. Ξεκίνησα εδώ από τον Χολαργό, γιατί ο πατέρας μου ήταν και αξιωματικός του λιμενικού και θήτευε στην Αθήνα. Ήταν επίσης προπονητής πλέον και μ’ έπαιρνε μαζί του. Όταν σταματούσα τη δική μου προπόνηση, παρέμενα στον χώρο και τον έβλεπα να συνεχίζει τη δουλειά. Μια ημέρα κουράστηκα να τον περιμένω και αποφάσισα να πάω να δω τι έχει δίπλα. Ήταν ένα γήπεδο του μπάσκετ στο οποίο κάθισα να παίξω με τα άλλα παιδιά».

«Από το πουθενά βρέθηκα στην Εθνική Παίδων»
Ήμουν μαθητής στην Α’ Γυμνασίου, στα 12 μου, όταν πρωτόπιασα την μπάλα. Γνωρίζοντας τα υπόλοιπα παιδιά, γίναμε φίλοι και το ένα έφερε το άλλο. Μέχρι που ξαφνικά μια ωραία πρωία είπα στον μπαμπά μου ότι δεν θέλω να παίξω άλλο ποδόσφαιρο, αλλά μόνο μπάσκετ γιατί όλοι οι φίλοι μου ήταν πλέον εκεί. Δεν έφερε αντίρρηση, ούτε απογοητεύτηκε. Μου είπε να κάνω ό,τι θέλω και αυτό ήθελα εκείνη τη στιγμή. Προπόνηση με την προπόνηση και αγώνα με τον αγώνα το απολάμβανα όλο και περισσότερο.

Εν τω μεταξύ είχαμε ήδη επιστρέψει στον Βόλο.

Στην Γ’ Γυμνασίου μ’ ενημέρωσαν ότι μ’ έχουν επιλέξει στη μικτή. Ήθελαν να με δοκιμάσουν. Πήγα στα τεστ, ήμουν καλός και ζήτησαν να με στείλουν στα κλιμάκια της Ομοσπονδίας για την προεθνική που γίνονταν κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Ήμασταν περίπου 100 παιδιά από όλη την Ελλάδα. Εποπτεύων προπονητής ήταν ο Λάκης Τσάβας. Ήμουν καλός και είπα στον εαυτό μου ότι αυτό θέλω να κάνω.

Τα Χριστούγεννα της Α’ Λυκείου μάλιστα βρέθηκα στους 24 της Εθνικής Παίδων. Από το πουθενά. Πήρα, φυσικά, τα πάνω μου και μετά αφιερώθηκα αποκλειστικά στο μπάσκετ. Αλήθεια είναι έκτοτε δεν έδινα τόση μεγάλη σημασία στο μάθημα. Ήμουν απλά ένας τυπικός μαθητής που δημιουργούσε πρόβλημα. Διότι ήμουν πλήρως ταγμένος στο μπάσκετ. Θα έλεγα πως ήμουν τυχερός που από τόσο νωρίς ξεκαθάρισε ο δρόμος μου.

Η ευλογία για μένα ήταν πως από μικρός είχα άλλες, πλούσιες, εικόνες. Δεν είχα εικόνες της επαρχίας. Είχα εικόνες μεγάλες και το μυαλό μου ξέφυγε. Δεν έμεινα στο σύνδρομο που ταλανίζει πολλές φορές την επαρχία. Ότι δεν με βλέπουν, ότι δεν έχω μάνατζερ, ότι όλοι με αδικούν και κοιτούν μόνο τα παιδιά της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης. Αυτό το συναίσθημα δεν το ένιωσα ποτέ.

Τρεις παίκτες ορόσημο για το μπάσκετ

Ναι μεν ήμουν ελεύθερο πνεύμα, ένα παιδί της αλάνας που τριγυρνούσε με το ποδήλατο, αλλά ταυτόχρονα είχα έναν αυτοέλεγχο. Επειδή ο πατέρας μου ανήκε στα σώματα ασφαλείας, μου είχε επιβάλει κανόνες και πειθαρχία. Κάτι που, θα έλεγα ότι, με ακολούθησε. Μεγάλωσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον και μπήκα πάρα πολύ γρήγορα σε αυτή τη διαδικασία: του αθλητή, της πειθαρχίας. Η μητέρα μου δεν είχε σχέση με τον αθλητισμό, αλλά της άρεσε πολύ και μας ακολουθούσε. Η αδερφή μου αντίθετα έπαιξε μπάσκετ, φτάνοντας ως την Α1 με τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Ηρακλή.

Βγήκαν πολλά παιδιά από τη Θεσσαλία εκείνη την περίοδο. Ο Μπουντούρης στον Βόλο, ο Ρεντζιάς στα Τρίκαλα, ο Γιαννούλης στην Καρδίτσα, ο Κόμματος στη Λάρισα, αργότερα φυσικά ο Σπανούλης και ο Μπουρούσης. Σε όλους μας έδωσε πολύ μεγάλο κίνητρο το ’87.

Τον τελικό τον είχε δει στο σπίτι μου. Δημιούργησε πρότυπα εκείνη η εποχή. Σωστά πρότυπα για να εξελιχθεί όχι μόνο το μπάσκετ, αλλά συνολικά η κοινωνία.

Όλοι μας θαυμάζαμε τον Νίκο Γκάλη. Η δική μας γενιά είχε τρεις παίκτες για ορόσημο για το μπάσκετ. Ο ένας ήταν ο Γκάλης, ο άλλος ο Ντράζεν Πέτροβιτς και ο τρίτος, ο ανυπέρβλητος Μάικλ Τζορνταν. Προσωπικά τους είχα και τους τρεις στο ίδιο επίπεδο. Έβλεπα από μικρός ΝΒΑ, γιατί μου άρεσε ο τρόπος παιχνιδιού. Ιδίως η νοοτροπία πάνω στο σπορ.

Μετά βοήθησαν πολύ οι δάσκαλοι από το εξωτερικό. Άρχισε η ευημερία της Ελλάδας, υπήρχαν χρήματα και ήρθαν άνθρωποι που μετέδωσαν τη γνώση τους. Από την άλλη εμείς δουλέψαμε πολύ σκληρά, γιατί δεν ήμασταν παιδιά του υπολογιστή, αλλά της αλάνας, δεν μασάγαμε.

Έπαιξε ρόλο, επίσης, το γεγονός πως ήρθε νωρίς η πρώτη μεγάλη διάκριση με την Εθνική Παίδων. Το 1991, μαθητές λυκείου ακόμα, πήραμε τη δεύτερη θέση στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Θεσσαλονίκης. Ήμουν παρέα με τον Κικίλια, τον Αλβέρτη, τον Νικολαΐδη, τον Μασλαρινό και τον Ρεντζιά. Μάλιστα με τον Σωτήρη (Νικολαΐδη) βρεθήκαμε πρόπερσι στον Βόλο και βλέπαμε τον γιο του να παίζει στο Ευρωμπάσκετ συζητώντας για το πού ήμασταν τότε και πού είμαστε σήμερα. Αυτός είναι ο κύκλος της ζωής.

Το 5 που δεν ήθελε κανείς, το έπος του… Τρεβίζο (πριν από την Προύσα) και το κύπελλο των απλήρωτων
Οι περισσότερες φωτογραφίες με τον Λιαδέλη ήταν κιτρινωπές, αλλά όχι από τη φθορά των ετών που πέρασαν από πάνω τους. Ο Άρης του ’93 ήταν η απόληξη μιας αυτοκρατορίας που είχε αρχίσει να παρακμάζει. Ο 19χρονος Παναγιώτης του Ολυμπιακού Βόλου είχε εναλλακτικές, αλλά προτίμησε τον δύσβατο δρόμο. Τον έτρεφαν οι προκλήσεις. Η επταετής σχέση του με τον Αυτοκράτορα δεν διέφερε από τον κανόνα που διέπει τις σχέσεις ζωής: άρχισε ως ένας κεραυνοβόλος έρωτας που οδηγήθηκε, μοιρολατρικά, στο διαζύγιο. Φορώντας τα κίτρινα άγγιξε κορυφές που δεν είχε φανταστεί, αλλά βίωσε και αλύτρωτους πόθους.

«Τελειώνω το λύκειο και έρχεται η πρόταση του Άρη. Με ήθελε επίσης το Περιστέρι, η Λάρισα και ο Παναθηναϊκός, αλλά διάλεξα τον Άρη, γιατί αφενός ήταν μια μεγάλη ομάδα που μου έδωσε μια καλή προσφορά αφετέρου ήταν σ’ εκείνο το στάδιο μπορούσε ν’ αποτελέσει σκαλοπάτι για να καταφέρω να παίξω, παρόλο που -δεν το κρύβω- πήγα ως τελευταίος παίκτης».

Κάποια πράγματα βέβαια είναι γραφτό να συμβούν. Τι εννοώ; Όταν με είδε ο Βλάντο Τζούροβιτς μού είπε ότι ναι μεν του αρέσω ως παίκτης, αλλά και ότι δεν πρόκειται να παίζω, διότι προηγούνται άλλοι. Ήταν στην ομάδα ο Ραντούλοβιτς, ο Γάσπαρης, ήταν ο Βουρτζούμης στα καλύτερά του, ο Μασλαρινός. Μου εξήγησε ότι με παίρνει ως εξελίξιμο και ταλαντούχο. Ήταν κάτι που αποδέχθηκα. Του απάντησα μόνο ότι θέλω να δουλέψω κοντά του και πως δεν θα έχω κάποιο παράπονο. Ανεβήκαμε όλοι μαζί στο Μπόρμιο για ένα μήνα προετοιμασίας και ήρθαν τα πρώτα φιλικά. Δεν έπαιζα λεπτό. Μόνο στα διπλά έμπαινα. Εγώ συνέχισα να δουλεύω όμως. Πρωί στις 9 ήταν η προπόνηση; Από τις 8 εγώ στο γήπεδο. Στις 11 τελειώναμε; Μετά τις 12 έφευγα εγώ.

«Αναγκάστηκα να φορέσω τη φανέλα του Γιαννάκη»
Δέκα ημέρες πριν αρχίσει το πρωτάθλημα παίζαμε στα Αλεξάνδρεια, τουρνουά στο Παλέ, αλλά ήρθαν έτσι οι συγκυρίες που τραυματίστηκαν όλοι οι περιφερειακοί. Τότε ο Τζούροβιτς μ’ έπιασε και μου είπε ότι ήρθε η ώρα να παίξω, αφού δεν είχε άλλον. Το μόνο που ζητούσε είναι να είμαι στα συστήματα. Του απάντησα πως θα κάνω ό,τι θέλει, αφού τα ήξερα όλα απ’ έξω. Μπήκα και είπα ότι εδώ είναι η ευκαιρία μου. Έκτοτε δεν βγήκα. Ήμουν μυαλωμένος, συγκεντρωμένος, προσηλωμένος, δεν φοβήθηκα και από τη στιγμή που μ’ έβαλε δεν με έβγαλε άλλη φορά. Προφανώς έκανα λάθη, αλλά με τον ζήλο και τη θέληση που είχα, με καθιέρωσε.

Και στον Ολυμπιακό Βόλου είχα το «5», αλλά στον Άρη δεν το επέλεξα εγώ. Η σύμπτωση είναι πως κανείς δεν ήθελε να πάρει αυτό το νούμερο αφότου έφυγε ο Γιαννάκης. Στην προετοιμασία εγώ έπαιρνα όποιο περίσσευε, δεν είχα σταθερό. Όταν ήρθε η ώρα με φώναξε ο φροντιστής, ο Γιάννης, και μου είπε ότι το “5” είναι το μόνο που έχει απομείνει. Του εξήγησα ότι δεν γίνεται να φορέσω αυτή τη φανέλα. Αναγκάστηκα όμως γιατί δεν υπήρχε άλλη διαθέσιμη (σ.σ τότε δεν να πάρεις όλα τα νούμερα).

Ο Σαμ Βίνσεντ με βοήθησε πάρα πολύ εκείνη τη χρονιά. Ασχολήθηκε μαζί μου και μού έδειχνε πράγματα, διότι ήμουν ο πιο μικρός. Εγώ ήμουν σφουγγάρι δίπλα του. Υπήρχε σεβασμός. Μας μιλούσαν οι μεγαλύτεροι και κατεβάζαμε το κεφάλι, δεν γυρίζαμε ποτέ κουβέντα. Ήμουν σεβαστικός, αλλά και θρασύς στο γήπεδο. Έλεγα μέσα ότι αν είμαι καλός, θα κερδίσω αυτό που πρέπει. Αν δεν είμαι, καλύτερα να φύγω. Δεν με κατάπιε ποτέ το Παλέ. Μου άρεσε αντίθετα να παίζω για τον κόσμο. Όταν δεν είχε κόσμο, δεν μπορούσα να παίξω το ίδιο. Είχα τρομερή θέληση.

Παίζει πάντα ρόλο να έχεις αντίληψη και να μεταμορφώνεσαι. Ως παίκτης της Β’ Εθνικής, ήμουν ο πρώτος σκόρερ της κατηγορίας παρέα με τον Σταυρακόπουλο. Όταν πήγα στον Άρη, δεν μπορούσα να πάρω αμέσως προσπάθειες και πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήταν άλλοι μπροστά μου: οι ξένοι, ο Αγγελίδης, ο Μισούνοβ, ο Πετσάρσκι. Είπα έτσι στον εαυτό μου ότι δεν πρέπει να κάνω λάθη και να δίνω ενέργεια στην άμυνα. Να είμαι ένας πολύ καλός ρολίστας. Το κατάλαβα γρήγορα και αναλαμβάνοντας τους καλύτερους παίκτες των αντιπάλων έγινα χρήσιμος. Μέσα από τον χρόνο συμμετοχής κέρδιζα αυτοπεποίθηση. Φρόντιζα να μην χαλάω τα συστήματα και να βάζω τα ελεύθερα σουτ. Μετά ήρθε το πρώτο πικ εν ρολ και σταδιακά έφτασα ξανά να γίνω σκόρερ. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να βλέπεις τις ανάγκες κάθε ομάδας και να προσαρμόζεσαι.
Κατ’ εμέ ήταν επτά τέλεια χρόνια στον Άρη. Ούτως ή άλλως τα σκαμπανεβάσματα φροντίζεις να τ’ αφήσεις έξω.

Δεν φοβηθήκαμε στιγμή ούτε το κλίμα ούτε την τρομοκρατία

Όλη η πορεία του ’97 ήταν τρομερή, από τους ομίλους κιόλας, αλλά οι δύο ημιτελικοί με την Μπενετόν στο Κόρατς παραμένουν αξέχαστοι. Στο πρώτο ματς έχουμε νικήσει δύο πόντους και πηγαίνουμε στο Τρεβίζο με προπονητή τον “Πίξι” (Σούμποτιτς), έναν από τους πιο προληπτικούς ανθρώπους που έχω συναντήσει. Τηρούσε αυστηρά συγκεκριμένα πράγματα. Είχε πάντα μια σειρά. Αφού έχουμε τελειώσει την προπόνηση μάς δίνει 10 λεπτά στο τέλος να κάνουμε ό,τι θέλουμε για να χαλαρώσουμε και φύγουμε.

Ο φυσικοθεραπευτής, που ήταν κολλητός του Σούμποτιτς, θέλησε να κάνει ένα αστείο. Πήρε την μπάλα και είπε ότι αν το βάλει από το κέντρο, θα αποκλειστούμε κι αν το χάσει θα προκριθούμε. Την πέταξε στην τύχη και η μπάλα μπήκε στο καλάθι. Όλοι πάγωσαν. Επικράτησε νεκρική σιγή που απλώθηκε σε όλο το γήπεδο. Ο Σούμποτιτς δεν είπε τίποτα, αλλά σηκώθηκε κι έφυγε από το γήπεδο εκνευρισμένος. Ήμασταν όλοι σαν βρεγμένες γάτες. Πήγαμε στο φαγητό και δεν μιλούσε κανείς. Στο παιχνίδι χάσαμε όντως, αλλά μ’ ένα πόντο και προκριθήκαμε. Μετά δεν μπορεί κανείς να φανταστεί τι συνέβη μεταξύ του κόουτς και του φροντιστή. Ανεπανάληπτες σκηνές.

Ο πρώτος τελικός με την Τόφας στο Παλέ δεν είχε κυλήσει καθόλου καλά (66-77). Μπήκαμε σαν κοιμισμένοι. Στο τέλος ήμασταν όλοι παγωμένοι. Αλλά εκεί τον παραδέχθηκα τον Σούμποτιτς. Μπήκε στ’ αποδυτήρια και μας φώναζε για 2-3 λεπτά ασταμάτητα. Ξαφνικά σίγησε, μας είπε ότι ήταν απλώς μια άτυχη βραδιά και με λόγια που δεν λέγονται έδειξε τη σιγουριά του ότι θα πάρουμε το κύπελλο μέσα στην Τουρκία. Μας άλλαξε όλη την ψυχολογία, μας έδωσε μια ώθηση όταν δεν το πίστευε κανένας. Παίξαμε σαν να ‘χαμε τούρμπο στη μηχανή (88-70, Λιαδέλης 15π.) και δεν φοβηθήκαμε στιγμή ούτε το κλίμα ούτε την τρομοκρατία.

Βγήκε όλο το κλίμα και η χημεία, υπήρχε τρομερή επικοινωνία μεταξύ μας. Να μην λέμε ψέματα, το υλικό του Άρη ήταν πολύ καλό. Αυτή η δυάδα στη ρακέτα με Ορτίθ-Σάκλεφορντ ήταν απίθανη. Όταν ο Σάκλεφορντ ήταν στα καλά του, γιατί ο Ορτίθ ήταν πάντα στα καλά του, δεν περνούσε τίποτα μέσα. Είχαμε βρεθεί πάρα πολύ όλοι μαζί και η ρακέτα συνεργαζόταν με την περιφέρεια. Όταν μ’ έκλειναν είχα έναν δεινό σουτέρ στις γωνίες, τον Μπόνι ή τον Τζανή, για να εκτελεί. Πλέι μέικερ ήταν ο Σιούτης, πολύ γρήγορος που σούταρε επίσης καλά. Έτσι αν έκλεινε η άμυνα στη ρακέτα, απειλούσε η περιφέρεια και το ανάποδο.

«Ο Παναθηναϊκός στον ημιτελικό μάς υποτίμησε ξεκάθαρα»

Ο Σούλης Μαρκόπουλος, με τον οποίο είχε αρχίσει η σεζόν, είναι σταθμός στην καριέρα μου. Ένας άνθρωπος που με σημάδεψε και με βοήθησε στα πάντα. Σε σκέψη, δουλειά, νοοτροπία, αναζήτηση, διόρθωση λαθών. Εκπληκτικός κόουτς. Άργησαν να τον εκτιμήσουν. Ήταν πάντα κλειστός και εσωστρεφής ως άνθρωπος, δεν μπορούσε να επικοινωνήσει τη γνώση του πάνω στο μπάσκετ τότε. Μετά όταν του δόθηκε η ευκαιρία, δεν άνοιξε τα φτερά του, ήθελε μέχρι εκεί να πετάξει. Όσοι τον ήξεραν εκ των έσω, γνωρίζουν καλά για τι δουλευταρά πρόκειται. Ήταν στο γήπεδο σχεδόν όλη μέρα. 24 ώρες το 24ωρο, κοιτάζοντας την πιο μικρή λεπτομέρεια. Άρρωστος με τη δουλειά του.

Το πρόβλημα της επόμενης χρονιάς (1997-98) ήταν η έλλειψη χρημάτων. Ο Σαμολαδάς δεν μπορούσε άλλο μόνος και σταμάτησε να ρίχνει χρήμα. Όταν ένα αυτοκίνητο πάψει να έχει βενζίνη, θα σταματήσει να λειτουργεί. Είχαμε όμως έναν πολύ καλό κορμό από την προηγούμενη κι αυτό μέτρησε στην πορεία. Είχε έρθει και ο Ζάρκο (Πάσπαλι), ένας εκπληκτικός άνθρωπος άλλου επιπέδου, ένα είδωλο από συγκεκριμένη κατηγορία, που έμπαινε μπροστά και μας τραβούσε.

Δεν είπαμε, βέβαια, ποτέ ότι θα πάρουμε το κύπελλο, μόνο ότι θα παλέψουμε. Είχαμε τον κόσμο μαζί και θέλαμε να κάνουμε το καλύτερο. Ο Παναθηναϊκός στον ημιτελικό μάς υποτίμησε ξεκάθαρα (83-68). Εγώ είχα αντίπαλο τόννους Σκοτ. Κατά μια διαβολική σύμπτωση, όλα έμπαιναν εκείνο το βράδυ. Αναρωτιόμουν κι εγώ ο ίδιος τι συμβαίνει, αλλά κράτησε σ’ όλο το ματς. Τελείωσα με 33 πόντους, χωρίς σταματημό. Ό,τι έκανα μού έβγαινε. Κατόπιν εμφανίστηκε ο Ιωαννίδης στη συνέντευξη Τύπου και είπε ότι δεν είμαστε υπολογίσιμος αντίπαλος. Μας έδωσε έξτρα κίνητρο. Είχαμε και την ώθηση που μάς έδωσε Ζάρκο, είχαμε και τον Μαγκώτσιο που διαχειρίστηκε σωστά την κατάσταση και σηκώσαμε την κούπα (71-68).

Από τους προπονητές, ο Σβι Σερφ με πίστευε επίσης πάρα πολύ κι έκανα μεγάλα ματς μαζί του. Με απογείωσε σε συνεργασία με τον Εσθονό Μούρσεπ – έναν απίθανο φόργουορντ, πολύ σύγχρονο για την εποχή μας με τρίποντο και άλμα στο θεό. Μαζί μας τότε ήταν και ο Ράντι Γουάιτ, ένα θηρίο μ’ ένα τεράστιο μπράτσο που είχε έρθει από τη Μακάμπι. Επίσης ο Σιγάλας και Γαλακτερός βοηθούσαν τρομερά, γιατί ήξεραν τον ρόλο που έπρεπε να παίξουν εντός κι εκτός παρκέ. Φτάσαμε ως τα ημιτελικά της Ευρώπης εκείνη τη χρονιά και αποκλειστήκαμε από τη Βαλένθια (64-70, 50-58).

Η τελευταία χρονιά μου στον Άρη ήταν περισσότερο ως μη γενόμενη. Δεν ένιωσα ότι είχε έρθει η ώρα να φύγω. Αντιθέτως η διοικούσα επιτροπή από τον Super 3 και ο Σαουρίδης ως πρόεδρος μού είχαν φερθεί ντόμπρα. Όταν όμως ανέλαβε ο επόμενος, ο Γιάννης Δαμιανίδης, μου ξεκαθάρισε ότι δεν μπορεί να μου κάνει οποιαδήποτε πρόταση ανανέωσης, άρα ήμουν ελεύθερος να φύγω”.

Το δώρο του Μπατατούδη, το κυνηγητό έξω από το σπίτι και το «γιατρέ τι εννοείς;»
Αρκετές λιγότερες οι κλασικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες της συστάδας, πάντα σημαδιακές ωστόσο. Το καλοκαίρι του 2000 βρέθηκε σε μια νέα αφετηρία. Σταυροδρόμι. Ο ΠΑΟΚ είχε αποκτήσει το Παλατάκι (του) και ο Παναγιώτης Λιαδέλης δέχθηκε κρούση για να κόψει την κορδέλα. Δεν δίστασε. Πήρε ψαλίδι και μπήκε πρώτος. Ήξερε τι θα επακολουθούσε, ήλπιζε ότι θα ‘ναι για λίγο. Δεν ήταν. Βίωσε μέρος της παράνοιας. Εκ των υστέρων μετάνιωσε. Ήταν αργά. Έφυγε μετά από 1,5 χρόνο, όταν πια είχε βρεθεί εγκλωβισμένος σ’ ένα κενό συναισθημάτων και κινήτρων. Έψαχνε τον εαυτό του. Αυτά ήταν σίγουρα τα 5 πιο άβολα λεπτά της κουβέντας μας. Εκατέρωθεν. Σχεδόν βούρκωσε.

«Όταν έγινε γνωστό ότι φεύγω από τον Άρη, εμφανίστηκε ο ΠΑΟΚ. Είχα προτάσεις, αλλά μ’ άρεσε πολύ η πόλη, είχα βολευτεί. Είδα κι ένα έντονο ενδιαφέρον από τους ανθρώπους του ΠΑΟΚ που με αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή και αποφάσισα να αποδεχθώ την πρόταση. Προπονητής ήταν ο Φλεβαράκης και μαζί του ο Σφαιρόπουλος. Ήρθε επίσης ο Σιγάλας, ήταν ήδη ο Κορωνιός με τον Γιαννούλη, με τον οποίο ήμασταν παρέα στις εθνικές ομάδες, ακολούθησαν ο Μπλερ, ο Νταϊνέκο και αυτός ο ψηλός ο Γάλλος, ο Βάις. Φτιάξαμε μια πολύ δυνατή ομάδα και μου άρεσε όλο το κλίμα που δημιουργήθηκε, οπότε ήταν πολύ πιο εύκολο.

Είχα κατά νου τι θα συμβεί, αλλά έλεγα μέσα μου ότι θα διαρκέσει λίγο και μετά θα ηρεμήσουν τα πράγματα. Είναι αλήθεια ότι περίπου 100 άτομα ήρθαν στο σπίτι μου και με κυνηγούσαν με άγριες διαθέσεις. Όταν επέστρεψα για πρώτη φορά στο Παλέ και πήγε το λεωφορείο να μπει από την Έκθεση προκλήθηκε πανικός. Λέγαμε ότι ‘τελειώσαμε’. Ήμουν εμφανώς τρακαρισμένος στην αρχή, ιδίως συναισθηματικά, δεν ήταν εύκολο. Μου βγήκε πάντως καλό παιχνίδι (25 πόντοι σε 40 λεπτά), νικήσαμε κιόλας (65-70). Ο Γιαννούλης μού έλεγε ‘τι κάνεις αδερφέ μου, δεν θα φύγουμε ποτέ από εδώ’.

Η αμφισβήτηση ήταν πολύ έντονη, άκουγα ότι ξοφλάω

Έχω όντως μετανιώσει. Δεν θα το ξαναέκανα. Δεν ήθελα να μπερδέψω τα πράγματα. Παρόλο που πήρα πάρα πολλή αγάπη από τους ανθρώπους του ΠΑΟΚ και τους ευχαριστώ γι’ αυτό, δεν θα έπρεπε να έχω δημιουργήσει όλο αυτό το σκηνικό. Λειτούργησα αποκλειστικά με το συναίσθημα και όχι με το μυαλό, προτιμώντας να μείνω στη Θεσσαλονίκη. Ήταν λάθος μου, όχι για τον ΠΑΟΚ και του ανθρώπους του, αλλά γιατί έπρεπε να προστατευτώ απ’ όλα αυτά. Εκ των υστέρων το κατάλαβα, αφού ωρίμασα. Τότε δεν είχα επηρεαστεί καθόλου και έδωσα ό,τι είχα.

Ήμουν σε οργιώδη κατάσταση, ένιωθα άτρωτος, θεωρώ ότι εκείνη (2000-01) ήταν η καλύτερη σεζόν μου. Μια σεζόν ορόσημο με σπουδαίες βραδιές στην Ευρώπη απέναντι σε ομάδες όπως η Μπαρτσελόνα του Πάου Γκασόλ και του Ναβάρο. Στα πλέι οφ αποκλειστήκαμε οριακά (από την Ολίμπια) Ήμουν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας (22π στην Α1, 19.4π στην -πειραματική- Euroleague) και ψηφίστηκα στη δεύτερη καλύτερη πεντάδα της διοργάνωσης. Του Σιγάλα τού έλεγα σε κάθε προπόνηση να με πιέζει στα όρια. Πιο δυνατά κάθε φορά. Μέχρι που έπαθα τους δύο τραυματισμούς.

«Εκεί τη στιγμή φοβήθηκα πολύ ότι τέλειωσα»

Θα ήταν αυτό που θα ήθελα να αφαιρέσω από όλο το ταξίδι μου. Ήθελε πολλή δύναμη. Ήρθαν μαζί, ο ένας πίσω από τον άλλον. Ο αείμνηστος γιατρός στο Διαβαλκανικό μετά από την τρίτη επέμβαση στο γόνατο, το 2001, μου είπε ‘Παναγιώτη από εδώ και πέρα πρέπει να κοιτάξεις την υγεία σου’. Εγώ δεν κατάλαβα απευθείας το νόημα και τον ρώτησα ‘γιατρέ τι εννοείς; Μια χαρά είμαι. Αφού ξύπνησα από τη νάρκωση και βρίσκομαι εδώ, όλα καλά’. Μου ανταπάντησε… δεν κατάλαβες καλά. Πρέπει να κοιτάξεις τον Παναγιώτη και να σταματήσεις το μπάσκετ.

Έμεινα κόκκαλο, άναυδος. ‘Γιατρέ’ του είπα ‘τι λες;’. Το επανέλαβε. Ήμουν 26 ετών. Στα φόρτε μου. Έχασα τον κόσμο. Του είπα ‘ξέχασέ το’. Αυτός επέμενε ότι με δύο συνθετικά μοσχεύματα στα γόνατά μου και μια επέμβαση χόνδρου ότι είναι αδύνατον. Αντέδρασα. Τότε άρχιζαν τα καλύτερα χρόνια μου.

Κλείστηκα στον εαυτό μου και άρχισα να δουλεύω σαν σκυλί. Δεν υπήρξε ποτέ η σκέψη να σταματήσω τόσο νωρίς. Η τρίτη επέμβαση είχε γίνει αρχές Σεπτεμβρίου. Δεκέμβρη είχα τον χιαστό και μέχρι να τελειώσει η αποκατάσταση, μπήκα ξανά χειρουργείο για τον χόνδρο. Ήταν σίγουρα η δυσκολότερη στιγμή της καριέρας μου. Να σου λένε τέλος δεν είναι καθόλου εύκολο.

Ανάρρωσα το γρηγορότερο δυνατό, αρχές Οκτωβρίου έκανα αρθροσκοπική επέμβαση και στα τέλη του μηνός μπήκα στο γήπεδο. Ήμουν πολύ μέτριος. Εκεί τη στιγμή φοβήθηκα πολύ ότι τέλειωσα. Δεν πήγαινε το κορμί, δεν ακολουθούσαν τα πόδια. Ξαφνικά η εκρηκτικότητά μου είχε χαθεί.

Η αμφισβήτηση ήταν πολύ έντονη. Μου έκοβαν συμβόλαια, άκουγα ότι ξοφλάω. Λογικό θα πεις. Ήμουν η ακριβότερη μεταγραφή του ΠΑΟΚ το προηγούμενο καλοκαίρι, ο πρώτος που μπήκε στο Παλατάκι. Ο Μπατατούδης ήθελε να ξεκινήσει πολύ δυνατά. Με πίστευε πολύ και ο Φλεβαράκης».

Το 20ήμερο της τρέλας στο Περμ, τα πριμ από τις σακούλες του Κούσενκο και το μανιάτικο του Ίβκοβιτς

Κάθε τόπος και μια νέα συλλογή εικόνων, οι πρώτες τους είχαν τραβηχτεί με μια μαύρη και βαριά, σοβιετική, Zenit. Η λύτρωση βρισκόταν 4.000 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Θεσσαλονίκης. Το Περμ ήταν και παραμένει εμπορικό και βιομηχανικό σταυροδρόμι στις πρόποδες των Ουράλιων. Κόντρα στο τσουχτερό κρύο του χειμώνα, ο Λιαδέλης ξύπνησε από τη χειμερία νάρκη του. Βγήκε από την τρύπα, στάθηκε στα πόδια του και αποκατέστησε το όνομά του. Χτύπησε την πόρτα της ΤΣΣΚΑ μέχρι να του την κλείσει κατάμουτρα ο Ντούσαν Ίβκοβιτς. Που του κρατούσε μούτρα.

«Από το πουθενά εμφανίστηκε ο Σεργκέι Μπέλοβ. Ήρθε ο Τάσος Δελημπαλταδάκης και μου παρουσίασε την πρόταση. Εγώ δεν τον ήξερα καν και με κορόιδεψε. Αφού έμαθα ποιος είναι, έπαθα πλάκα. Με είχε δει στην Euroleague και με ήθελε. Ρώτησα τον Τάσο αν ο Μπέλοβ ξέρει ότι έχω βγει από χειρουργείο, ότι δεν μπορώ. Μου απάντησε ότι δεν τον ένοιαζε. Τον ενδιέφερε μόνο να είμαι καλά στα πλέι οφ. Τότε η Ουράλ Γκρέιτ ήταν υπερδύναμη. Με Καράσεβ, Πανόβ, Νταϊνέκο και Μπούι, που ‘χε πάρει το ευρωπαϊκό με τη Ζάλγκιρις. Αρχικά αναρωτήθηκα πού θα πάω τώρα εκεί. Είπα μάλιστα του Τάσου να τους πει ότι είμαι… κουτσός. Ύστερα το ξανασκέφτηκα. Δελεάστηκα από το ενδιαφέρον και αποφάσισα ότι είναι καλύτερο για μένα να φύγω από την Ελλάδα.

Πήγα στο Περμ και για καλή μου τύχη υπήρχε διακοπή λόγω του χειμώνα. Ήταν πολύ άγριος ο χειμώνας. Εκεί συνάντησα έναν εξαιρετικό φυσιοθεραπευτή και καθίσαμε να δουλέψουμε σκληρά. Οι ώρες ήταν ατελείωτες. Δεν περνάει από το μυαλό κανενός πόσο. Μπορεί να είχα και δέκα ώρες την ημέρα. Ούτε εγώ καταλάβαινα πώς περνούσε ο χρόνος. Είχα τέτοια θέληση που ζήτησα το σπίτι που μου νοίκιαζαν να βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο γήπεδο για να είμαι από πόρτα σε πόρτα και να μην χάνω χρόνο.

Σε διάστημα 20 ημερών ήρθα σχεδόν στην πρότερη μορφή μου, όχι ακριβώς αλλά πάρα πολύ κοντά. Ακολούθησε ένα καταπληκτικό 6μηνο. Πήραμε πρωτάθλημα Ρωσίας και μπήκα στην κορυφαία πεντάδα. Δεν μ’ ένοιαζε πώς ήταν η ζωή στο Περμ. Μ’ ενδιάφερε απλώς οι συνθήκες να είναι συμβατές με τα θέλω μου. Περιττά για μένα ήταν όλα τ’ άλλα.

Ο Ίβκοβιτς με ήθελε στην ΑΕΚ και μ’ έκοψε από την ΤΣΣΚΑ

Ο Μπέλοβ ήταν πολύ καλός αλλά σκληρός. Σοβιετικός κανονικός. Ήρεμος, δίκαιος, αλλά απαιτητικός. Αν και ήμουν παίκτης της δουλειάς, μαζί του έλεγα ότι θ’ αφήσω τα κόκκαλά μου στο γήπεδο.

Ο Αντρέι Κούσενκο από την άλλη, είναι μία από τις μεγαλύτερες μορφές του σύγχρονου μπάσκετ. Εγώ και ο Πανόβ ήμασταν οι αγαπημένοι παίκτες του. Μόλις πήραμε το πρωτάθλημα μού ζήτησε να μην κλείσω πουθενά και να τον ακολουθήσω. Τον ρώτησα για πού και μου απάντησε ότι έχει συμφωνήσει με την ΤΣΣΚΑ. Αυτός ήταν που τη μεταμόρφωσε. Δεσμεύτηκα ότι δεν θα κανονίσω τίποτα και θα τον περιμένω. Μου είχε πει μάλιστα ότι δεν υπήρχε λόγος να να μιλήσουμε για χρήματα, αφού ό,τι ζητούσα θα το είχα. Αρκεί μόνο να πω ότι το πριμ για την κατάκτηση του πρωταθλήματος από την Ουράλ το μοίραζε στ’ αποδυτήρια μέσα από σακούλες. Μας έδινε τότε 7.000 δολάρια για κάθε νίκη στην Ευρώπη!

Δυστυχώς όμως για μένα στην ΤΣΣΚΑ πήγε προπονητής ο Ίβκοβιτς. Ο Ντούντα όταν τελείωσε το συμβόλαιό μου με τον Άρη και είχα ήδη κλείσει στον ΠΑΟΚ με πήρε ο ίδιος τηλέφωνο για να μου πει ότι με θέλει στην ΑΕΚ του Φιλίππου. ‘Κόουτς’ του είπα ‘θέλω πολύ να έρθω, αλλά έχω συμφωνήσει και δεν γίνεται’. Μου απάντησε ότι δεν τον νοιάζει τι έχω υπογράψει, μόνο να κατέβω στην Αθήνα.

Επέμενε πολύ. Του εξήγησα ότι δεν μπορούσα να ακυρώσω τη συμφωνία και να σκίσω το συμβόλαιο. Δεν μου ταίριαζε να αθετήσω τη συμφωνία. Έκτοτε φαίνεται ότι το κράτησε μανιάτικο και όταν ήταν να πάω στην ΤΣΣΚΑ μ’ έκοψε, διαλέγοντας για την ίδια θέση τον Νίκο Χατζηβρέττα. Μίλησα με τον Κούσενκο και μου εξήγησε ότι δεν μπορούσε να παρέμβει σε αυτό. Τον ευχαρίστησα φυσικά και αποδέχθηκα την πραγματικότητα. Άλλη επαφή με τον Ίβκοβιτς δεν είχαμε από τότε”.

Από την Κοζάνη στη Βαλένθια κι από τον Κορυδαλλό στη Μαριούπολη μέσω Πάτρας
Κάμποσες άλλες φωτογραφίες στο τραπέζι ήταν απροσδιόριστες και ανένταχτες, προσωπικές. Ο επαναπατρισμός για τον νεοφώτιστο Μακεδονικό το καλοκαίρι του 2002 έμοιαζε με βήμα οπισθοχώρησης. Δεν ήταν ακριβώς, αλλά δεν του ταίριαξε κιόλας του Λιαδέλη. Άρον-άρον έφτιαξε βαλίτσες για τη Βαλένθια. Τι Κοζάνη τι Λεβάντε. Ο ύφαλος του Τομάσεβιτς τον ανάγκασε ν’ αλλάξει ρότα και ν’ αράξει στον Πειραιά. Σίγουρα όχι στην πιο εύρωστη αγωνιστικά περίοδο για τον Ολυμπιακό του Κορυδαλλού και την αρχή του τέλους για την εποχή Κόκκαλη. Μόνο που ούτε στον Απόλλωνα Πάτρας βρήκε ό,τι ακριβώς ποθούσε για να τον δελεάσει περισσότερους από 18 μήνες.

«Ο Σούλης Μαρκόπουλος ήταν ο μέντοράς μου, του είχα αδυναμία και όταν μου είπε ότι ο Μεσάικος χτίζει κάτι νέο, αποφάσισα να τον ακολουθήσω στον Μακεδονικό. Ήρθε παράλληλα ο Παπανικολάου και έφεραν επίσης δύο πολύ καλούς Αμερικανούς. Το ότι προπληρώθηκα όλο το συμβόλαιο από τον Αύγουστο δεν μου είχε συμβεί άλλη φορά. Όλα τα χρήματα μπροστά. Ο Μεσάικος μού ζήτησε μόνο να προσθέσω τα πριμ για 6άδα, 4άδα και κύπελλο. Πήγα στην Κοζάνη, αλλά έμεινα μόνο μισό χρόνο (15 ματς). Αντιλήφθηκα ότι δεν μπορώ άλλο, δεν κούμπωσα με αυτό. Όλο το περιβάλλον δεν με κάλυπτε. Έδωσα πίσω όσα χρήματα που δεν είχα δουλέψει, είπα ‘ευχαριστώ’ και έφυγα για τη Βαλένθια που με ζήτησε μετά τον τραυματισμό του Άμπιο».

Στον Ολυμπιακό ο Σούμποτιτς τα μπέρδεψε αρκετά

Πολύ καλή ομάδα τότε η Παμέσα, πήγε στους τελικούς του πρωταθλήματος απέναντι στην Μπαρτσελόνα, αλλά εγώ δεν κατάφερα να προσαρμοστώ. Ήταν η μόνη ομάδα στην οποία δεν αφομοιώθηκα. Μου πήγαινε πολύ το ισπανικό στιλ, αλλά υπήρχε ζήτημα δομικό. Τότε η ομάδα είχε ως πρωταγωνιστή τον Ντέγιαν Τομάσεβιτς και για να τον εκμεταλλευτεί έπρεπε να παίζει αργό μπάσκετ. Με αυτόν στην κορυφή να έχει την μπάλα έκλειναν για μένα όλοι οι διάδρομοι προς το καλάθι. Ούτε να τρέξω μπορούσα, ούτε στο ένας μ’ έναν να πάω ούτε να στήσω πικ εν ρολ. Εγκλωβίστηκα, δεν έπαιξα καλά και δεν το απολάμβανα. Τουλάχιστον στον έκανα ένα εκπληκτικό φίνις και βρήκα την ευκαιρία να αποδράσω.

Η περίοδος που πήγα στον Ολυμπιακό (καλοκαίρι 2003) ήταν η τελευταία ουσιαστικά του Σωκράτη Κόκκαλη, μια περίοδος αρκετά δύσκολη και περίπλοκη, θα έλεγα. Συναντήθηκα με τον Πίξι ξανά. Πηγαίναμε παντού μαζί και είχαμε συνέχεια επιτυχίες. Μόνο που στον Ολυμπιακό νομίζω ότι τα μπέρδεψε αρκετά. Μας έβαλε πέντε δυάρια μαζί. Συνυπήρχαμε εγώ, ο Τόμιτς, ο Διαμαντόπουλος, ο Γκόρενς και ο Καλαμπόκης. Πήγε να τα βολέψει, αλλά δεν του βγήκε καθόλου.

Στην αρχή ήθελε να μας διαχειριστεί και δεν μπορούσε. Δεν κάναμε τίποτα και χρειάστηκε να έρθει ο Σάκοτα για να τα ξεμπερδέψει. Ήταν μια αλλαγή που προσωπικά με απελευθέρωσε κι ανέβασα τα νούμερά μου στα επίπεδα προηγούμενων ετών. Πήρα αμέσως τα πάνω μου με τον νέο ρόλο.

Φυσικά συνολικά η σεζόν δεν ήταν ταιριαστή με το μέγεθος του Ολυμπιακού, ήταν ένα μελανή περίοδος. Εγώ προσπαθούσα να μην επηρεάζομαι απ’ όσα συνέβαιναν γύρω. Ήταν ότι είχα μάθει στην κόντρα, ήμουν συνηθισμένος στην πίεση, ήξερα από προβλήματα. Εδώ είχα καταφέρει το σημαντικότερο πράγμα στην καριέρα μου, να πάω απέναντι στους γιατρούς και δεν θα κατάφερνα ν’ ανταπεξέλθω σε τέτοιες καταστάσεις;

«Παράδεισος Αζοβμάς, θα έμενα 20 χρόνια»

Τότε όχι, δεν έβλεπα τον Πρίντεζη, 18 ετών ακόμη, να φτάνει να γίνει ένα από τα κορυφαία 4άρια της Ευρώπης. Μπράβο του όμως γιατί δούλεψε πολύ και εξελίχθηκε. Είχε την αντίληψη και μεταμορφώθηκε.

Όταν υπέγραψα στον Απόλλωνα ήμουν ήδη 29 ετών, κουβαλούσα τους τραυματισμούς και είχα κάνει τον γιο μου. Αν και είχα σοβαρές προτάσεις, έψαχνα κάτι πιο ήρεμο, πιο χαλαρό για τα πόδια μου. Έλεγα ότι με το συμβόλαιο θα φτάσω ως τα 32 και θα σταματήσω γιατί δεν θ’ άντεχα άλλο με τα συνθετικά μοσχεύματα στα γόνατα. Πίστευα ότι έτσι θα κερδίσω λίγο χρόνο ακόμη. Όπως στην Κοζάνη, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι δεν ήταν για μένα αυτό. Είχαμε καλό σύνολο, αλλά δεν με γέμιζε. Στα μισά του συμβολαίου ζήτησα να φύγω κι από εκεί.

Είπα στον ατζέντη μου να βρούμε κάτι άλλο. Μου έφερε την πρόταση από την Ουκρανία. Αζοβμάς μου πέταξε μια μέρα. Δεν είχα ιδέα. Με δελέασε. Από την πρώτη ημέρα εντυπωσιάστηκα. Η πόλη (Μαριούπολη), η ζωή, η ομάδα. Ένας παράδεισος. Ναι μεν το πρωτάθλημα ήταν δύο ταχυτήτων εντελώς, εμεί με την Κίεβ και οι υπόλοιπες, αλλά η ομάδα ήταν πολύ οργανωμένη και ανταγωνιστική. Πήραμε πρωταθλήματα, κύπελλα, παίξαμε σε ευρωπαϊκό τελικό (FIBA Eurocup, 2007). Αν ήταν εφικτό, θα έμενα εκεί για… 20 χρόνια. Μόνιμα.

Μετά την τρίτη σεζόν όμως άρχισα να νιώθω ότι τα πόδια μου με εγκαταλείπουν. Σαν να κλάταρα. Ήρθε η επόμενη χρονιά και εκεί που ήμουν του ύψους έπεσε απότομα. Ήθελε το μυαλό, αλλά δεν ακολουθούσαν τα πόδια. Ήμουν δύο ταχύτητες πίσω και δεν έβγαινε τίποτα. Στα 34 μου ήταν πια φυσιολογική η φθορά”.

Θα πήγαινα στην Ντιζόν, ο Γιαννάκης δεν με πίστευε

Οι τελευταίες, οι πιο αποκομμένες από τις άλλες, σαν να ‘χαν περάσει από μπλε φίλτρο, γαλανόλευκο.. Ο Λιαδέλης, μολονότι αργυρός στο Πανευρωπαϊκό των Παίδων και μέλος των άλλων μικρών εθνικών, έμελλε να γράψει μόνο 25 συμμετοχές με την Ανδρών και ν’ απέχει από μεγάλα διεθνή ραντεβού. Παράταιρο τουλάχιστον για την αποδεδειγμένη πορεία του στον χώρο. Θα ήταν στη 12άδα της Ντιζόν, αλλά παραμονές υπέστη τον πρώτο σοβαρό τραυματισμό του. Αντιμετώπιζε πάντα στωικά την πραγματικότητα, δεν έψαξε να βρει απαντήσεις στο γιατί. Προτίμησε τη σιωπή. Και τους πανηγυρισμούς όταν η μια επιτυχία διαδεχόταν την άλλη.

«Το μεγαλύτερο απωθημένο στην Εθνική γεννήθηκε πριν από το Ευρωμπάσκετ του 1999 στη Γαλλία, όταν με Κώστα Πετρόπουλο προπονητή και τον Γιάννη Ιωαννίδη τεχνικό σύμβουλο χτύπησα στον αγώνα με την Ιταλία για το Ακρόπολις, δέκα ημέρες πριν από την έναρξη. Ήμουν τότε στην ακμή μου, αλλά προέκυψε αυτή η κακιά στιγμή. Η πρώτη πολύ σοβαρή.

Ο Γιαννάκης αντιθέτως δεν με πίστευε πολύ. Δεν ήταν κακό, το καταλαβαίνω και το αποδέχομαι, συμβαίνει σε κάποιες περιπτώσεις. Δεν ταιριάζουμε με όλους. Αργότερα μεγάλωσα και έμενα εκτός. Τις χάρηκα πάντως όλες τις επιτυχίας της επόμενης γενιάς. Όλα αυτά τα παιδιά, σπουδαίες προσωπικότητες όλοι τους, έκαναν περήφανη την Ελλάδα και πήγαν το μπάσκετ δέκα σκαλιά πάνω, δημιουργώντας καινούργια πρότυπα για τα νέα παιδιά».

Η μοναδική ερώτηση που δεν απάντησε ο Παναγιώτης Λιαδέλης ήταν αυτή που του έγινε πρώτη χρονικά. Αφορούσε τον ακριβή χρόνο που έμενε στον αέρα ενόσω έσπαγε τη μέση του για ν’ αφήσει την μπάλα στο αντίπαλο καλάθι. Γέλασε από συστολή. Ούτε που ξέρω».

Μέσα στις επόμενες δύο ώρες τη χειραψία γνωριμίας εμείς μάθαμε τα υπόλοιπα. Ακόμη και αν χρειάστηκε να τοποθετηθεί για την απρόσμενη σύλληψή του, τον Σεπτέμβριο του 2002, εξαιτίας εμπλοκής σε υπόθεση εκβιασμού, εξηγώντας από την πλευρά του ότι «όλοι κατάλαβαν ότι δεν έφταιγα και τέλειωσε πριν να φτάσει σε δική το ζήτημα». Τα πάντα δηλαδή…