Μολονότι έχει επαναληφθεί δεκάδες φορές, η γοητεία που ασκεί το τρόπαιο του Champions League στους πρωταγωνιστές, τη στιγμή που υψώνεται ψηλά, παραμένει εκτυφλωτική. Αν και για τον θριαμβευτή το φωτογραφικό ενσταντανέ αποτελεί το κάδρο που σφάλισε την κορνίζα του παιδικού του ονείρου δεν ισχύει το ίδιο για τους πιστούς του σπορ.

Με την πάροδο του χρόνου, το συγκεκριμένο στιγμιότυπο παραδίδεται στη λήθη. Παρόλα αυτά, σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν ο νικητής χαρίσει πανδαισία ξεχωριστών στιγμών προτού φτάσει στη «Γη της Επαγγελίας», ο κόσμος μυθοποιεί αυτές και όχι το τέλος του ταξιδιού. Η καλοκουρδισμένη μηχανή του Αρίγκο Σάκι συνιστά ένα τέτοιο παράδειγμα…

Γεννημένος το 1946 στο Φουζινιάνο, μια κοινότητα επτά χιλιάδων ανθρώπων στην επαρχία της Ραβένας, από παιδί η ασπρόμαυρη μπάλα είλκυσε τον Σάκι, όπως ο μαγνήτης το ατσάλι. Δυστυχώς, οι νεανικές φιλοδοξίες διαμελίστηκαν, καθώς όσο δούλευε παράλληλα ως πωλητής στο εργοστάσιο παπουτσιών του πατέρα του, διαπίστωσε ότι τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού ψιχία ταλέντου του δεν αρκούσαν. Ούτε καν για την τοπική ομάδα.

Έτσι, αποφάσισε να προσφέρει από άλλο μετερίζι και ευτυχώς σε εκείνο διέθετε πληθώρα ευστροφίας και αντίληψης. Αυτό το τελευταίο το σφυρηλάτησε σχεδόν από έφηβος.

«Όταν ήμουν παιδί, μου άρεσαν οι μεγάλες ομάδες. Με γοήτευε η Χόνβεντ, μετά η Ρεάλ Μαδρίτης, μετά η Βραζιλία, όλες μεγάλες ομάδες. Αλλά η Ολλανδία της δεκαετίας του ’70 ήταν η ομάδα που μου έκοψε την ανάσα. Ήταν ένα μυστήριο για μένα. Η τηλεόραση ήταν πολύ μικρή. Ένιωθα ότι έπρεπε να δω όλο το γήπεδο για να καταλάβω τι ακριβώς έκαναν και να το εκτιμήσω πλήρως», ανέφερε παλαιότερα ο Σάκι.

Η διαρκής παρατήρηση, η ανάλυση δεδομένων και προπαντός η ικανότητά του να σκίσει το παραπέτασμα του προφανούς, εξελίχθηκαν στη βάση της πυραμίδας της επιτυχίας. Το πρώτο συμπέρασμα; Ο παίκτης που δεν έχει την κατοχή της μπάλας μέσα στο γήπεδο είναι εξίσου σημαντικός με αυτόν που την κρατά στα πόδια του. Σήμερα μοιάζει φυσιολογικό, μα τότε στην Ιταλία η οποία είχε αναγάγει την άμυνα σε ύψιστο ιδανικό, ακουγόταν αιρετικό.

«Οι μεγάλες ομάδες στην ιστορία του ποδοσφαίρου έχουν ένα κοινό στοιχείο, ανεξάρτητα από την εποχή και την αγωνιστική τακτική της καθεμιάς, είχαν τον έλεγχο της μπάλας και του γηπέδου. Και αυτό σημαίνει πως όταν έχεις την μπάλα, υπαγορεύεις τον τρόπο παιχνιδιού, και όταν αμύνεσαι ελέγχεις το χώρο», είχε επισημάνει ο περί ου ο λόγος.

Μέχρι όμως να το εκπληρώσει στην εντέλεια στη Μίλαν, χρειάστηκε να ανέβει πολλά σκαλοπάτια. Ο Τζόναθαν Γουίλσον στο βιβλίο «Αντιστρέφοντας την Πυραμίδα», γράφει χαρακτηριστικά: «Ο Σάκι είχε κλείσει τα τριάντα, αλλά η σταυροφορία του για την αναζήτηση της τελειότητας ήταν ακόμη στα σπάργανα. Από την Μπαράκο Λούκο πήγε στην Μπελάρια, και το 1979 πήγε στην Τσεζένα, που τότε ήταν στη δεύτερη κατηγορία, όπου δούλεψε με την ομάδα των νέων». Μετά την Τσεζένα, ο Σάκι ανέλαβε τη Ρίμινι, που αγωνιζόταν στον πρώτο όμιλο της τρίτης κατηγορίας, και σχεδόν τους οδήγησε στον τίτλο.

Το ξεπέταγμά του έγινε, όταν προσλήφθηκε από τον Ίταλό Αλόντι, κάποτε σκιώδη γραμματέα των Ίντερ και Γιουβέντους, ως προπονητής νέων στη Φιορεντίνα. Η δουλειά του εκεί τον οδήγησε στη θέση του προπονητή της Πάρμα, που τότε βρισκόταν στον πρώτο όμιλο της τρίτης κατηγορίας. Κέρδισε αμέσως την άνοδο εκείνη τη χρονιά, έχοντας δεχθεί μόνο 14 γκολ σε 34 παιχνίδια –οι ιδέες του για επιθετικό παιχνίδι βασίζονταν σε μια ισχυρή άμυνα- και την επόμενη χρονιά οδήγησε την ομάδα στην πρώτη κατηγορία.

Ωστόσο, το σημαντικότερο γεγονός εκείνης της χρονιάς για τον Σάκι ήταν ότι κέρδισε –και στα δύο παιχνίδια της πρώτης φάσης των ομίλων του ιταλικού Κυπέλλου- τη Μίλαν με 1-0. «Μπορεί στα ημιτελικά να αποκλείστηκαν από την Αταλάντα και μπορεί να μην κέρδισαν ούτε ένα εκτός έδρας παιχνίδι στο πρωτάθλημα εκείνη τη χρονιά, αλλά ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που λίγο νωρίτερα εκείνη τη χρονιά είχε αγοράσει τη Μίλαν, είχε εντυπωσιαστεί με ό,τι είχε δει».

«Μπορεί να προέρχομαι από το Φουζινάνιο, αλλά εσείς τι έχετε κερδίσει;»

Η ανάληψη της προεδρίας της Μίλαν το 1986 από τον σημερινό κλειδοκράτορα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης που έφτασε έως τον πρωθυπουργικό θώκο, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, άλλαξε για πάντα το status quo των «ροσονέρι». Υποβιβασμένοι δύο φορές τα προηγούμενα χρόνια, η μια λόγω εμπλοκής στο διαιτητικό σκάνδαλο Totonero και η άλλη γιατί ήταν αποκρουστικοί αγωνιστικά και με ένα χρέος στα… ουράνια, οι τελευταίοι αγωνιούσαν να αποσωληνωθούν από την Εντατική. Τη σεζόν 1986-1987 είχαν τερματίσει πέμπτοι, κερδίζοντας σε αγώνα μπαράζ την πρόκριση στο Κύπελλο UEFA απέναντι στη Σαμπντόρια.

Η πρόσληψη του Αρίγκο Σάκι το 1987 ήταν σοφή κίνηση, μολονότι συνοδεύτηκε από κριτική. Οι συνήθεις θύλακες αμφισβήτησης τον εγκαλούσαν διότι απορούσαν πώς κάποιος που δεν είχε παίξει ποδόσφαιρο μπορούσε να είναι επικεφαλής, εντούτοις τούς έδωσε αποστομωτική απάντηση:

«Δε χρειάζεται να έχεις υπάρξει αλόγου για να μεταβληθεί σε μεγάλο αναβάτη!

Στη συνέχεια, ρώτησε τους ποδοσφαιριστές του στην πρώτη προπόνηση: «Μπορεί να προέρχομαι από το Φουζινάνιο, αλλά εσείς τι έχετε κερδίσει;».

Οι αφίξεις των Ρουντ Γκούλιτ και του Μάρκο Φαν Μπάστεν (που βασανιζόταναπό τραυματισμούς) από την Αϊντχόβεν και τον Άγιαξ, με το ασύλληπτο για την εποχή ποσό των 6.000.000 λιρών, αποδείχθηκαν ορθές.

Με αξιοσέβαστη συνέπεια η Μίλαν κατέγραψε μόλις δύο ήττες σε όλο το πρωτάθλημα και με ανατροπή άρπαξε το «scuddeto» από την αγκαλιά της Νάπολι τη σεζόν 1987-1988. Ήταν το 11ο πρωτάθλημα στην ιστορία της. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και το Σούπερ Καπ του ίδιου έτους. Την ολλανδική θεϊκή τριπλέτα συμπλήρωσε εκείνο το καλοκαίρι ως αμυντικός χαφ ο Φράνκ Ράικαρντ.

Η αυτοματοποίηση
του τεχνητού οφσάιντ σε… εκνευριστικό βαθμό, σε συνδυασμό με τη διαρκή εναλλαγή θέσεων των παικτών, την «πέτρινη άμυνα και το ασταμάτητο πρέσινγκ, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στα θετικά αποτελέσματα.

Μπαρέζι και Τασότι δέσποζαν στα μετόπισθεν παρέα με τον εξαιρετικό Μαλντίνι, ο ακούραστος Αντσελότι στον άξονα με τον Ντοναντόνι και τον Κολόμπο πλάγια στα χαφ, και στην επίθεση ο συνολικά τρεις φορές κάτοχος «Χρυσής Μπάλας» Φαν Μπάστεν, συνεπικουρούμενος από τον χαρισματικό Γκούλιτ. Ένα μείγμα παικτών επηρεασμένο από την ολλανδική σχολή του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου, ταυτόχρονα όμως πιστό και στις αρχές του για άμυνα από σίδερο.

Ευρωπαϊκή υπόκλιση

Ο ντροπιαστικός αποκλεισμός στην πρώτη χρονιά του Σάκι στη Μίλαν, στο δεύτερο γύρο του Κυπέλλου UEFA από την Εσπανιόλ, είχε πεισμώσει τους Μιλανέζους, οι οποίοι επιθυμούσαν να καταξιωθούν στη διεθνή σκηνή. Η βουλγαρική Βίτοσα κάμφθηκε πανεύκολα στον πρώτο γύρο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών της σεζόν 1988-1989. Σειρά είχε ο Ερυθρός Αστέρας. Η ισοπαλία επί ιταλικού εδάφους (1-1) γέμισε άγχος το φαβορί.

Στη ρεβάνς, οι Γιουγκοσλάβοι προηγήθηκαν με 1-0 χάρη σε γκολ του Σαβίσεβιτς, ενώ η Μίλαν αγωνιζόταν με εννέα λόγω αποβολής των Βίρντις και Αντσελότι. Ωστόσο, σαν από… θαύμα για τους «ροσονέρι», πυκνή ομίχλη «έπνιξε» το γήπεδο και ο διαιτητής διέταξε στο 57’τη διακοπή του ματς, το οποίο θα διεξαγόταν την επομένη.

Οι δυο ομάδες ξεκίνησαν και πάλι από το 0-0. Οι Ιταλοί άνοιξαν το σκορ με κεφαλιά του Φαν Μπάστεν. Ο Αστέρας ισοφάρισε με τον Ντράγκαν Στοΐκοβιτς και το σκορ δεν άλλαξε ως το τέλος.

Η παράταση δεν ανέδειξε νικητή. Στα πέναλτι ο πορτιέρο της Μίλαν, Τζιοβάνι Γκάλι, σταμάτησε τις προσπάθειες των Σαβίσεβιτς και Μρκέλα, στέλνοντας την ομάδα του στα προημιτελικά.

Εκεί, την περίμενε η Βέρντερ Βρέμης του Ότο Ρεχάγκελ. Ένα αμφισβητούμενο πέναλτι που στο δεύτερο ματς στην Ιταλία εκτέλεσε εύστοχα ο Φαν Μπάστεν, έγειρε οριστικά την πλάστιγγα υπέρ των γηπεδούχων.

Στο καναβάτσο η «Βασίλισσα»

Οι σπουδαιότερες ομάδες σε μερικές παραστάσεις τους προκαλούν ανατριχίλα, όπως οι κοφτερές πέτρες του Οίτυλου. Μια τέτοια ήταν η δεύτερη αναμέτρηση απέναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης.

Η ισοπαλία στο πρώτο ματς του «Μπερναμπέου», (1-1), έδινε την εντύπωση ότι θα ακολουθήσει ένας επαναληπτικός, σκέτος ψυχοβγάλτης. Ήταν όμως οφθαλμαπάτη. Οι φιλοξενούμενοι εμφανίστηκαν αφηνιασμένοι. Ο Αντσελότι έριξε την πρώτη «κανονιά». Ακολούθησε καταιγισμός πυρών. Ράικαρντ και Γκούλιτ ανέβασαν το δείκτη του σκορ στο 3-0,προτού ολοκληρωθεί το ημίχρονο. Ο Φαν Μπάστεν πήρε τη σκυτάλη προσωρινά και ο Ντονατόνι σημείωσε το τελικό 5-0, χωρίς καν να έχει συμπληρωθεί μια ώρα παιχνιδιού.

Παναγιώτης Ιωάννου