Ούτε συστάσεις, ούτε πολλά λόγια χρειάζονται για τον Πάμπη Ανδρέου. Ένας από τους καλύτερους Κύπριους ποδοσφαιριστές της εποχής του, αγωνιζόμενος στις δύο ομάδες της Αμμοχώστου, Νέα Σαλαμίνα (κυρίως) κι Ανόρθωση, αλλά και στην Εθνική. Ένας χαρισματικός μεσοεπιθετικός, που έπαιξε μέχρι και… λίμπερο αλλά ακόμη και τότε, δεν έχασε ποτέ την επαφή του με το γκολ! Η σχέση του με τα αντίπαλα δίχτυα ήταν… στενή, για τον πρώτο σκόρερ του πρωταθλήματος της σεζόν 1994-95. Ο Πάμπης μιλάει σε συνέντευξη του στο balla για το παρελθόν, το παρόν αλλά και το μέλλον, ως προπονητής στις ακαδημίες της Νέας Σαλαμίνας…

– Πώς ξεκίνησες το ποδόσφαιρο;

«Η οικογένεια ήταν όλη με τη Νέα Σαλαμίνα. Το ξεκίνησα το 1977, τότε ήταν τα τσικό. Ήμουν δέκα χρονών, πήγα στα δεύτερα και ξεκίνησε η διαδρομή μου. Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν στις 30 Δεκεμβρίου του 1984 με τον Άρη στη Λεμεσό. Ήμουν στα δεύτερα, ήρθε ο Μίλαν Μάτσιαλα και μου είπε ότι την Κυριακή παίζεις. Έμενα και τον έβλεπα. Μετά όμως ήρθε ο στρατός κι εξαφανίστηκα! Με έστειλαν στην Ορούντα. Έχασα δύο χρόνια και ουσιαστικά επανήλθε μετά που απολύθηκα, το 1987. Ήταν επί εποχής Ανδρέα Μουσκάλλη, τότε αρχίζαμε να χτίζουμε χαρακτήρα. Θέση στην ενδεκάδα είχα από τη σεζόν 1987-88».

– Σε ποια θέση προτιμούσες να αγωνίζεσαι; Έπαιξες μέχρι και στην άμυνα!  

«Πάντοτε έπαιζα πίσω από το σέντερ φορ. Αυτή ήταν η θέση μου. Σπάνια έπαιξα ως ακραίος. Κάποτε έπαιξα και λίμπερο έναν ολόκληρο γύρο. Όταν τότε με τον Κόλεφ, έφυγε ένας παίκτης, δεν είχε άλλον και μία βδομάδα πριν το πρωτάθλημα μου είπε να παίξω σ’ αυτή τη θέση. Σε έντεκα παιχνίδια πέτυχα πέντε τέρματα. Δεν έμενα πίσω! Ήταν πιο εύκολο για μένα διότι δεν είχα μαρκάρισμα man to man. Κοίταξε, το ένστικτο του γκολ του έχεις ή δεν το έχεις. Ή είσαι killer ή δεν είσαι».

– Ήσουν μέλος της Νέας Σαλαμίνας που κατέκτησε το κύπελλο το 1990. Ποιες στιγμές σου έχουν μείνει χαραγμένες στο μυαλό;

«Ήμασταν κοντά και την προηγούμενη χρονιά. Ήταν εκείνη η τριετία που έκανε το πλάνο ο Ανδρέας Μουσκάλλης. Στιγμές που μένουν μια ζωή. Η προετοιμασία για  μια βδομάδα, ο κόσμος που ήταν κοντά… Πήγαμε στο Τσίρειο, ήταν γεμάτη η εξέδρα. Στο ημίχρονο δεν μας πήρε κάτω στα αποδυτήρια ο Μουσκάλλης. Μας άφησε στο γήπεδο για να δούμε τον παλμό του κόσμου. Έπιασα μια γωνιά στο γήπεδο στο τέλος γιατί ήθελα να προφυλάξω τη φανέλα, να την κρατήσω»!

– Τις σεζόν 1992-93 και 1994-95 τερματίσατε στην τρίτη θέση, στη δεύτερη μάλιστα αναδείχθηκες και πρώτος σκόρερ με 25 γκολ. Ήταν εκείνη η καλύτερη ομάδα στην ιστορία της Νέας Σαλαμίνας ή αυτή που κατέκτησε το κύπελλο.

«Τη σεζόν 1992-93 δεν πήγαμε καλά στα φιλικά, όμως ξεκινήσαμε εξαιρετικά. Αλλά είχα τραυματιστεί με την Εθνική στον αγώνα με τη Ρουμανία. Έσπασα το πόδι μου. Αντέξαμε στον πρώτο γύρο, αναδειχθήκαμε πρωταθλητές χειμώνα όμως δεν αντέξαμε. Το 1994-95 με τον Βούκοτιτς, ο οποίος ήταν ο καλύτερος προπονητής στην καριέρα μου, το πρόβλημα ήταν εκτός έδρας. Στην έδρα μας είχαμε 13 νίκες και μία ισοπαλία. Θα μπορούσαμε να βγούμε στην Ευρώπη αν ήμασταν λίγο καλύτεροι εκτός έδρας».

– Γιατί ο Βούκοτιτς ήταν ο καλύτερος προπονητής της καριέρας σου;

«Έφερε νέα πράγματα. Ήταν ακριβοδίκαιος, δεν τον ένοιαζε ποιος ήσουνα. Προώθησε μικρούς, παρότι τότε είχαμε και ποιοτικούς Κύπριους, αλλά και ξένους».

– Ο καλύτερος σου συμπαίκτης;

«Ο καλύτερος μου συμπαίκτης ήταν ο Κόκος Ηλία, με διαφορά! Ήρθε στη Νέα Σαλαμίνα σε ηλικία 22 ετών. Όταν τον είδα, τον φώναξα. Του είπα πως αν έχεις όρεξη και διάθεση, σε δύο χρόνια φεύγεις από την Κύπρο και πας Ελλάδα. Δεν είχε όρεξη ούτε διάθεση, αλλά ήταν απίστευτο ταλέντο. Πιστεύω ότι αδίκησε τον εαυτό μου».

– Ποια ομάδα της Νέας Σαλαμίνας από τις τρεις σεζόν που προαναφέραμε θεωρείς πως ήταν η καλύτερη;

«Κάθε χρονιά είχε την ιδιαιτερότητα της. Το 1990 είχαμε δύο ξένους, τον Μακνίλ και τον Κένι, ήταν χρόνια μαζί, δεμένη. Είχαμε προπονητές με προσωπικότητα. Τον Μουσκάλλη, τον Ένγκελ, τον Βούκοτιτς. Έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Το 1990 πήραμε το κύπελλο, το 1993 αν δεν έσπαζα το πόδι μου θα ήμασταν στη μάχη του τίτλου ως το τέλος. Το 1995 πήγαμε επίσης πολύ καλά, αναδείχθηκα πρώτος σκόρερ».

– Πόσο εύκολη ήταν η μετακόμισή σου στην Ανόρθωση το 1997;

«Κοίταξε… Μου αρέσει να λέω αλήθειες. Εγώ ήθελα να μείνω στη Νέα Σαλαμίνα. Η τότε διοίκηση όμως, το πώς μου συμπεριφέρθηκε, με ώθησε να φύγω. Πήρε στη θέση μου τον Μιλένκο Κοβάσεβιτς από την ΑΕΚ, με περισσότερα χρήματα. Εγώ ήθελα πάντα να πάρω ένα πρωτάθλημα. Το 1997 είχα πρόταση από την Ομόνοια και την Ανόρθωση. Τελικά αποφάσισα να πάω στην Ανόρθωση και στο τέλος της ημέρας δικαιώθηκα για την επιλογή μου. Εκείνη η Ανόρθωση μπορούσε να περάσει από τότε στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ. Την πρώτη χρονιά με τη Λιρς και τη δεύτερη με τον Ολυμπιακό Πειραιώς».

– Από το 1997 μέχρι το 1999 στην Ανόρθωση, κατακτώντας δύο πρωταθλήματα, ένα κύπελλο κι ένα σούπερ καπ. Μία από τις καλύτερες ομάδες στην ιστορία του συλλόγου. Αισθανόσασταν τότε πως δεν είχατε αντίπαλο;

«Θα στο πω διαφορετικά. Εγώ έφυγα από τη Νέα Σαλαμίνα ως πρώτο όνομα, αλλά το πρώτο διάστημα, μέχρι να προσαρμοστώ, ίσα που έμπαινα στην αποστολή! Έκανα πολύ δυνατή προετοιμασία με τον Αντώνη Κέζο τότε. Δεν έπαιρνα τα πόδια μου! Ουσιαστικά τη δεύτερη χρονιά μπήκα στην ομάδα, όταν έφυγε ο Κρισμάρεβιτς για τον ΠΑΟΚ. Την πρώτη σεζόν στην Ανόρθωση πέτυχα 7 τέρματα και τη δεύτερη 13».

– Και μετά ξανά Νέα Σαλαμίνα, όπου τερμάτισες στην καριέρα σου.

«Η εισήγηση του προπονητή ήταν να μείνω στην Ανόρθωση, όμως πέτυχα αυτό που ήθελα και αποφάσισα να επιστρέψω στη Νέα Σαλαμίνα, όπου έπαιξα για ακόμη τέσσερα χρόνια και σταμάτησα στα 36 μου».

– Είσαι προπονητής της ομάδας U12 της Νέας Σαλαμίνας. Τι χρειάζονται οι μικροί σ’ αυτή την ηλικία;

«Μια σωστή καθοδήγηση, πολλή τεχνική. Μετά όταν μπαίνουν στο μεγάλο γήπεδο αρχίζουν τα προβλήματα. Έχω δει παιδιά που ενώ ήταν πιο μικροί ξεχώριζαν, μετά εξαφανίζονται».

– Γιατί συμβαίνει αυτό;

«Υστερούμε στην οργάνωση και στην αύξηση της έντασης, αλλά και της ποιότητας της προπόνησης. Έχουμε ποιότητα και ταλέντα. Εκεί που πρέπει να… φορτσάρει ο νεαρός, μένει πίσω διότι θα πάει ιδιαίτερα και σε άλλες υποχρεώσεις. Δεν έχει χρόνο. Μεγάλο πρόβλημα είναι οι γονιοί, δεν το κρύβω. Οι περισσότεροι νομίζουν πως ο γιος τους είναι ο Μέσι και ο Ρονάλντο. Δεν γίνεται να παίξουν όλοι, θα πρέπει να γίνει κατανοητό. Χρειάζεται υπομονή. Στην πρώτη κατηγορία θα παίξουν το 1-2%».

– Τι θα συμβούλευες έναν νεαρό που θέλει να παίξει ποδόσφαιρο;

«Πρώτα απ’ όλα να αγαπά το ποδόσφαιρο. Να έρχεται χαρούμενος στην προπόνηση. Μετά χρειάζεται δουλειά, πολλή δουλειά και να πιστεύει στον εαυτό του».

– Ποιους επιθετικούς χαφ ξεχωρίζεις απ’ τη σημερινή εποχή;

«Μ’ αρέσει ο Μπρούνο Φερνάντες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Εγώ είμαι Λίβερπουλ, δεν έχουμε τέτοιο στυλ παίκτη διότι παίζουμε διαφορετικά».

Ανδρέας Βεντούρης